Doğer Εrsin
Κοντογιώργη Ελισάβετ
Μπαλτά Ευαγγελία
Γλώσσα
Αγγλική, Τουρκική (με παράλληλη αγγλική μετάφραση)
Ημερομηνία
17/03/2015
Διάρκεια
103:31
Εκδήλωση
Κύκλοι διαλέξεων στο Σισμανόγλειο Μέγαρο
Χώρος
Σισμανόγλειο Μέγαρο, Κωνσταντινούπολη
Διοργάνωση
Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη
Κατηγορία
Εθνολογία
Ετικέτες
Ανατολική Μεσόγειος, Μικρά Ασία, Ιωνία, Αιολίδα, Μακεδονία, αμπελοκαλλιέργεια, οινοποίηση, οίνος, κρασί, αμπέλια
H 6η εκδήλωση του φετινού κύκλου ομιλιών στο Σισμανόγλειο Μέγαρο στην Κωνσταντινούπολη, ήταν αφιερωμένη στην ιστορία του κρασιού στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Πεδίο παρατήρησης οι μικρασιατικές ακτές του Αιγαίου, οι οινοφόρες περιοχές Ιωνία και Αιολίδα, των οποίων οι κάτοικοι από πολύ νωρίς επιδόθηκαν στην αμπελοκαλλιέργεια, οινοποίηση και εμπορία του κρασιού. Η αρχαία γραμματεία κάνει πολλές αναφορές στα κρασιά της περιοχής τα οποία ήταν σε ιδιαίτερη εκτίμηση ήδη από την εποχή του Ομήρου.
O αρχαιολόγος Εrsin Doğer, κοσμήτωρ του Ege University της Σμύρνης, ειδικός στη μελέτη των αμφορέων και με τεράστιο ανασκαφικό έργο στην Ιωνία και την Αιολίδα, αναφέρθηκε αναλυτικά στην αμπελοοινική παράδοση των περιοχών αυτών κατά την αρχαιότητα, παρακολουθώντας την πορεία της ως τους οθωμανικούς χρόνους. Στην ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή συνέτεινε το υψηλό ποσοστό χριστιανών, εβραίων αλλά και ξένων, οι οποίοι από πολύ νωρίς εγκαταστάθηκαν στην Σμύρνη, στο λιμάνι των εμπορικών συναλλαγών της οθωμανικής αυτοκρατορίας με τη Δύση. Αμπελουργοί υπήρξαν κυρίως οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι των χωριών της περιοχής, οι οποίοι μετέφεραν αυτήν την τεχνογνωσία αιώνων στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Στους οινοπαραγωγούς πρόσφυγες και στην συμβολή τους στην επανασύσταση των καταστραμμένων από τη φυλοξήρα αμπελιών αναφέρθηκε η Ελισάβετ Κοντογιώργη, γνωστή για το έργο της που αφορά την αγροτική αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στην Μακεδονία, τον τόπο που δέχτηκε τον μεγαλύτερο όγκο προσφυγικού πληθυσμού. Η Διεθνής Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων μετά το 1923, η οποία είχε επωμισθεί μαζί με το ελληνικό κράτος το έργο της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων, αξιοποίησαν το ανθρώπινο κεφάλαιο των έμπειρων αμεπολοκαλλιεγητών και οινοπαραγωγών προσφύγων και υποστήριξαν τη συνέχιση της αμπελοκαλλιέργειας στα πρώην μουσουλμανικά κτήματα. Στην περίοδο του 1924-1926 στη Μακεδονία δημιουργήθηκαν νέοι αμπελώνες έκτασης 50.000 στρεμμάτων.
Εrsin Doğer: Αμπελοκαλλιέργεια και οινοπαραγωγή στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας (Ιωνία και Αιολίς)
Περίληψη
H Μικρά Ασία γειτονεύει με την περιοχή του νοτίου Καυκάσου (Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία) όπου έγιναν τα πρώτα βήματα για το πέρασμα από την άγρια στην οργανωμένη καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή του κρασιού. Tα αρχαιολογικά όμως ευρήματα δεν μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για διάδοση των παραπάνω πρακτικών στην Μικρά Ασία πριν από τα τέλη της 4ης π.Χ ή τις αρχές της 3ης χιλιετίας. Η αύξηση κλειστών αμφορέων και μεγάλων κυλίκων στις αρχές της 3ης χιλιετίας, έστω και αν επρόκειτο για τοπικό –αρχικά– φαινόμενο, καταδεικνύει τη σταδιακή διάδοση του κρασιού στη δυτική Μικρά Ασία στην Εποχή του Χαλκού. Επιπλέον, όπως μαρτυρούν και οι σχετικές αναφορές των Χετιτικών επιγραφών, η χρήση του κρασιού ήταν διαδεδομένη από τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Όσον αφορά την αμπελοοινική παράδοση στις ελληνικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, οι παλαιότερες αναφορές απαντώνται στον Όμηρο. Ωστόσο, παρά τα κεραμικά και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα που αποδεικνύουν τη χρήση του κρασιού στις παραλιακές πόλεις, γραπτές αναφορές παρουσιάζονται μόλις την 1η χιλιετία π.Χ. Συγγραφείς όπως ο Στράβων, ο Πλίνιος, ο Διοσκουρίδης και ο Αθήναιος δίνουν πληροφορίες σχετικές με την αμπελουργία και τις ποιότητες του παραγόμενου κρασιού στην Αιολίδα και την Ιωνία και ειδικότερα στην πρωτεύουσά της, τη Σμύρνη. Δεν υπάρχουν όμως γραπτές πηγές ώς τον 13ο αιώνα. Ό,τι γνωρίζουμε είναι χάρη στα αρχεία της Μονής Λέμβου της Σμύρνης. Η αμπελουργία και η οινοποιία στην περιοχή δεν διακόπηκε με την οθωμανική κατάκτηση, παρά τα προβλήματα που προέκυψαν από την κρατική εξουσία. Η συνεχής όμως παρουσία χριστιανικών και εβραϊκών κοινοτήτων αλλά και ετερόδοξων μουσουλμάνων (Αλεβίτες, Μπεκτασήδες, κ.ά) έδωσε τη δυνατότητα να συνεχιστεί στην περιοχή αυτή η παραγωγή και η κατανάλωση κρασιού. Παρά λοιπόν τις σποραδικές αντιδράσεις του κρατικού μηχανισμού η αμπελοοινική παράδοση και η τεχνογνωσία της συνεχίστηκε μέχρι και το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα μικρασιατικά παράλια.
Ελισάβετ Κοντογιώργη: Ρωμιοί αμπελοκαλλιεργητές πριν και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών - Μια ιστορία του κρασιού στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα.
Περίληψη
H ανασύσταση μετά το 1923 των κατεστραμμένων από τη φυλλοξήρα αμπελώνων στη Μακεδονία και η συνέχιση της αμπελοκαλλιέργειας συντελέστηκε με την εγκατάσταση στην περιοχή των Ρωμιών προσφύγων από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, τη χερσόνησο της Ερυθραίας, την περιοχή του Τσεσμέ, του Καραμπουρνού και των Βουρλών, την Κύζικο, την Καλλικράτεια, τη Σηλυβρία, τα Γανόχωρα και τη χερσόνησο της Καλλίπολης. Η αμπελουργία στις περιοχές αυτές της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούσε για άλλους Ρωμιούς την κύρια ενασχόληση και για άλλους συμπληρωματική γεωργική δραστηριότητα, με την οποία εξασφάλιζαν τα απαραίτητα για τη διατροφή της οικογένειας προϊόντα και παρασκευάσματα από το αμπέλι, ενώ η σταφίδα και το κρασί ήταν μεταξύ των κυριοτέρων εξαγόμενων προϊόντων πριν την Ανταλλαγή των πληθυσμών (1923). Αναφέρονται οι διάφορες ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούσαν οι πρόσφυγες στις αρχικές τους κοιτίδες και όψεις της παραγωγικής δραστηριότητας σε σχέση με το αμπέλι. Η διάλεξη εστιάζει στις προσπάθειες που κατέβαλε ο διεθνής οργανισμός της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων σε συνεργασία με το ελληνικό κράτος, για την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου των έμπειρων αμπελοκαλλιεργητών και οινοπαραγωγών προσφύγων, τη συνέχιση της αμπελοκαλλιέργειας στα πρώην μουσουλμανικά κτήματα και την επέκτασή της σε νέα κατάλληλα εδάφη. Το κράτος δια της Γενικής Διευθύνσεως Εποικισμού Μακεδονίας ίδρυσε οκτώ ειδικά φυτώρια και διένειμε εκατομμύρια αμερικανικά κλήματα στους αμπελουργικούς συνεταιρισμούς και εξασφάλισαν τις αναγκαίες πιστώσεις από την Εθνική Τράπεζα και μετά το 1929 από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Στην περίοδο 1924-1926 στη Μακεδονία δημιουργήθηκαν νέοι αμπελώνες σε 50.000 στρέμματα, οι περισσότεροι στη γεωργική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, αλλά επίσης στη Νάουσα, την Έδεσσα, τη Βέροια και τη Φλώρινα. Τα μέτρα που ελήφθησαν και η επιστημονική υποστήριξη που παρείχαν οι γεωπόνοι στους πρόσφυγες αμπελοκαλλιεργητές και παραγωγούς είχαν θετικά αποτελέσματα, όπως φαίνεται στις εκθέσεις της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Τέλος παρουσιάζονται και σχολιάζονται τα μεγέθη που αφορούν στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, τις αποδόσεις τους, τον όγκο και την αξία της παραγωγής σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος.
Ο Ερσίν Ντογέρ γεννήθηκε το 1951 στο Karşıyaka της Σμύρνης. Το 1973 αποφοίτησε από τον Τομέα Προϊστορίας και Αρχαιολογίας της Εγγύς Ανατολής, του τμήματος Γλωσσών, Ιστορίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Μετά από διετή ερευνητική θητεία στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης, εργάστηκε ως εμπειρογνώμονας στο τμήμα Αρχαιολογίας της Φιλολογικής Σχολής του πανεπιστημίου του Αιγαίου (Ege Üniversitesi) το 1982. To 1988 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές του σπουδές στο θέμα «Αμφορείς στο εμπόριο των Κλαζομενών». Έκτοτε διδάσκει στο τμήμα Ιστορίας της Φιλολογικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου. Εκτός από βιβλία σχετικά με το θέμα της εξειδίκευσης του, όπως Οι εμπορικοί αμφορείς στην αρχαιότητα, Το κρασί και η αμπελουργία στην αρχαιότητα, έχει εκδώσει άρθρα σχετικά με την παραγωγή του κρασιού, του ελαιόλαδου και του εκχυλίσματος της μελικουκιάς στην δυτική Μικρά Ασία κατά την αρχαιότητα. Από το 2000 διευθύνει έρευνες επιφάνειας στη Σμύρνη και τη νότια Αιολίδα καθώς και ανασκαφές στην Αιολίδα και τις Αιγές.
Διευθύντρια Ερευνών στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλοσοφία και ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Διεξήγαγε μεταπτυχιακές σπουδές (M.Phil 1988) στην Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και αναγορεύτηκε διδάκτωρ Ιστορίας (DPhil 1997) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα και σε συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και αγγλικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους. Από το 2000 έως το 2003 δίδαξε ως εντεταλμένη λέκτωρ στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στις μεταναστεύσεις και ανταλλαγές των πληθυσμών στα Βαλκάνια κατά την περίοδο 1912-1930, στο Μακεδονικό Ζήτημα, στο Προσφυγικό ζήτημα, στην αγροτική μεταρρύθμιση και αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, στην κοινωνική πολιτική της Κοινωνίας των Εθνών και στην ιστορία της δημόσιας υγείας κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, στο Ανατολικό Ζήτημα και στη Βρετανική Πολιτική και ειδικότερα στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτικής, καθώς και στις διεκκλησιαστικές σχέσεις κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Έχει εκδώσει τη μονογραφία Population Exchange in Greek Macedonia: The Rural Settlement of Refugees 1922-1930, Oxford Historical Monographs, (Clarendon Press - Oxford 2006) και στην Ακαδημία Αθηνών, μεταξύ άλλων, τον τόμο Αρχείο Αλεξάνδρου Λυκούργου (1827-1875), Αρχιεπισκόπου Σύρου, Τήνου και Μήλου. Εισαγωγή, αναλυτικές περιλήψεις και σχόλια (συνεργασία με τη Φωτεινή Ασημακοπούλου, 2014).
H Ευαγγελία Μπαλτά γεννήθηκε στην Καβάλα το 1955. Σπούδασε στο Ιστορικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1973-77) με υποτροφια ΙΚΥ και με υποτροφία του Ιδρύματος ''Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης'' συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη (Paris I-Sorbonne) και Ecole Pratique des Hautes Etudes IV Section (1980-1983). Έγινε διδάκτορας της οθωμανικής ιστορίας το 1983. Εργάστηκε στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, 1979), στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (1978, 1984-1987) και δίδαξε στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κατά τα δυο πρώτα χρόνια της ίδρυσης του (Κέρκυρα, 1985-1987). Από το 1987 εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας των οθωμανικών χρόνων και στη μελέτη του μικρασιατικού ελληνισμού. Παράλληλα με τα ερευνητικά της καθήκοντα σε προγράμματα του ΕΙΕ εργάστηκε ως επιστημονικός σύμβουλος για την ίδρυση του Μουσείου Ελιάς (Σπάρτη), του Μουσείου Λαδιού (Μυτιλήνη), τα Μουσεία Οίνου (κτήμα Χατζημιχάλη) και κτήμα Γεροβασιλείου (Επανομή). Ήταν επιστημονική υπεύθυνος στην αναστήλωση και αποκατάσταση του ΚAYAKAPI στο Urgup της Τουρκίας (Project Kayakapi, 2002-2008). Προσκεκλημένη από πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού δίδαξε σε σεμιναριακούς κύκλους μαθημάτων.
Ιδρυτικό μέλος της συντακτικής ομάδας του ΟΙΝΟΝ ΙΣΤΟΡΩ, διοργάνωσε επτά συνέδρια (2000-2008). Από τo 2008 διοργανώνει Διεθνείς Επιστημονικές Συναντήσεις για τις Καραμανλίδικες Σπουδές και από το 2011 διδάσκει στο Intensive Ottoman and Turkish Summer School of Harvard University's Department of Near Eastern Languages and Civilizations (Cunda Adasi-Ayvalik). Είναι μέλος εκδοτικών επιτροπών σε ιστορικά περιοδικά της Ελλάδας και της Τουρκίας.