Διδασκάλου Γεώργιος
Φωτοπούλου Σταυρούλα - Βίλλυ
Πλούμπη Σοφία
Ντάρδα Χρυσή
Βουβάκης Μανώλης
Καλλινικίδου Άννα
Νάσαινας Σπύρος
Γαρέζου Μαρία - Ξένη
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
29/09/2023
Διάρκεια
01:12:48
Εκδήλωση
3η Ενημερωτική Συνάντηση για την Αναγνώριση και Πιστοποίηση των Ελληνικών Μουσείων: Συμπεριληπτικά, ελκυστικά και βιώσιμα μουσεία
Χώρος
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
Διοργάνωση
Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς - ΥΠΠΟΑ
Κατηγορία
Μουσειολογία
Ετικέτες
αναγνώριση μουσείων, πιστοποίηση μουσείων, συμπεριληπτικό μουσείο, βιώσιμο μουσείο, πολιτιστική κληρονομιά, πολιτιστική μνήμη, πολιτιστική ταυτότητα, ελληνικό σύστημα αναγνώρισης μουσείων, Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων, μουσείο
Στην Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποιήθηκε η 3η Ενημερωτική Συνάντηση για την Αναγνώριση και Πιστοποίηση των Ελληνικών Μουσείων με θέμα «Συμπεριληπτικά, ελκυστικά και βιώσιμα μουσεία», την οποία διοργάνωσε η Διεύθυνση Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η σημασία της μεταρρύθμισης που εισήγαγε το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων αποτελεί μία ευρεία και ολοκληρωμένη παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού, με στόχο τη συνολική αναβάθμιση και προσαρμογή του μουσειακού τομέα της χώρας στις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις κάθε είδους προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η υλοποίηση της ενταγμένης στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μεταρρύθμιση Δημόσιου Τομέα 2014-2020» -που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης- Πράξης «Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων», εκτελείται σε συνεργασία του ΥΠΠΟ με την Κοινωνία της Πληροφορίας.
«Τα μουσεία πρέπει να εμπνέουν, όσο και να εκπαιδεύουν το κοινό. Να προκαλούν συναισθήματα και ενσυναίσθηση, όσο και να διαδίδουν γνώσεις. Να απευθύνονται τόσο στην ψυχή όσο και στο μυαλό. Οφείλουν, να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα, ελκυστικά και συμπεριληπτικά σε φυσικό και εννοιολογικό επίπεδο. Να απευθύνονται με τρόπο στοχευμένο, προσιτό και εύληπτο σε όλες τις κατηγορίες κοινού. Να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους. Αλλά να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικά και βιώσιμα», ανέφερε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην παρέμβασή της.
«Τα μουσεία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το φυσικό κέλυφος και τις συλλογές τους», τόνισε η Υπουργός. «Είναι μεν επιφορτισμένα με τη συλλογή, τη διατήρηση, την ερμηνεία και την έκθεση των υλικών και άυλων αγαθών της πολιτιστικής κληρονομιάς, συνιστούν ωστόσο τους θεματοφύλακες και επιμελητές της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας. Είναι φορείς πανανθρώπινων ιδεών και αξιών, κέντρα πολιτιστικής, καλλιτεχνικής και εκπαιδευτικής δράσης, αλλά και συντελεστές της τοπικής και υπερτοπικής παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας. Καλούνται να επιτελέσουν ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Προκειμένου να ανταποκριθούν με επιτυχία στο ρόλο αυτόν, τα μουσεία είναι αναγκαίο να διατηρούν τη δυνατότητα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται από κοινού με την κοινωνία. Η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μουσείων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το βαθμό της οργανικής τους ένταξης στην καθημερινή ζωή, στις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις, αλλά και στο διάλογο για μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, τις ιδέες, τα οράματα και τις προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον».
Η Υπουργός Πολιτισμού επεσήμανε ότι «τα μουσεία καλούνται να επιτελέσουν ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Για να ανταποκριθούν σε αυτόν είναι αναγκαίο να διατηρούν τη δυνατότητα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται από κοινού με την κοινωνία. Η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μουσείων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το βαθμό της οργανικής τους ένταξης στην καθημερινή ζωή, στις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις, αλλά και στο διάλογο για μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, τις ιδέες, τα οράματα και τις προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον. Οφείλουν, να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα, ελκυστικά και συμπεριληπτικά, σε φυσικό και εννοιολογικό επίπεδο. Να απευθύνονται με τρόπο στοχευμένο, προσιτό και εύληπτο σε όλες τις κατηγορίες κοινού, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους. Αλλά να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικά και βιώσιμα».
Στην περασμένη δεκαετία, η παρατεταμένη οικονομική ύφεση και μετά η επέλαση της πανδημίας δημιούργησαν σημαντικές δυσκολίες και προκλήσεις τόσο στους οργανισμούς όσο και στους εργαζόμενους στο πολιτιστικό τομέα. Φυσικά, δεν έμειναν ανεπηρέαστα και τα μουσεία.
Η οικονομική, λειτουργική και επιχειρησιακή βιωσιμότητα και αειφορία των μουσείων και των πολιτιστικών οργανισμών και ο αντίκτυπός τους στην κοινωνία, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, συναρτάται από το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα μπορέσουν να καταστρώσουν και να εφαρμόσουν νέες στρατηγικές.
Το θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο της διαδικασίας θέτει, με ενιαίο και συστηματικό τρόπο, το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού, που στοχεύει στη συνολική αναβάθμιση της δομής, της λειτουργίας και των υπηρεσιών, φυσικών και ψηφιακών, που παρέχουν τα μουσεία της Χώρας και την ενίσχυση της διασύνδεσής τους, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο».
Η Υπουργός αναφέρθηκε αναλυτικά στο σύστημα των διαδικασιών αξιολόγησης, που ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα σχεδιασμού και εφαρμογής μουσειακής πολιτικής, εφαρμόζοντας προδιαγραφές και κανόνες δεοντολογίας που έχουν θεσπιστεί από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) σε συνεργασία με τις ενώσεις των επαγγελματιών και οργανισμούς του πολιτισμού, ώστε, να συνδράμει με παροχή τεχνογνωσίας –και πόρων, όπου είναι δυνατό– στην καταγραφή και στην αντιμετώπιση αδυναμιών και προβλημάτων, στην εμπέδωση καλών πρακτικών και προγραμματισμού και στην εφαρμογή δράσεων μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού.
«Είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό και χαρμόσυνο το γεγονός», είπε η Λίνα Μενδώνη, «ότι στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του θεσμού –κι ενώ ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο που θα συστηματοποιήσει, θα διευκολύνει και θα επιταχύνει τις διαδικασίες, μέσω της ανάπτυξης ενός επικουρικού πληροφοριακού συστήματος και μιας γνωσιακής βάσης δεδομένων αναφοράς– 40 και πλέον μουσεία έχουν ήδη υποβάλει αίτημα Αναγνώρισης. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ολοκληρώσει το στάδιο προελέγχου, ενώ δέκα έχουν ήδη αναγνωριστεί».
Στην Ελλάδα, σήμερα, λειτουργούν συνολικά περί τα 500 μουσεία. Από αυτά τα 200 ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και τα 300 σε οργανισμούς, εκτός αυτού. Η απονομή ή διατήρηση του σήματος «Πιστοποιημένο Μουσείο» ή αντίστοιχα «Αναγνωρισμένο Μουσείο», ενώ για την πρώτη κατηγορία είναι υποχρεωτική, για την δεύτερη είναι εθελοντική. Θα επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα για τα μουσεία που αποδεδειγμένα πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές οργάνωσης και λειτουργίας.
Το πρόγραμμα Πιστοποίησης των Δημοσίων Μουσείων ξεκίνησε ήδη πιλοτικά, από την Περιφέρεια Ηπείρου και τα αρχαιολογικά μουσεία της Νικόπολης, της Άρτας, της Ηγουμενίτσας και των Ιωαννίνων.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης οκτώ ακόμη μουσεία έλαβαν από το Υπουργείο Πολιτισμού το «σήμα» του Αναγνωρισμένου Μουσείου. Πρόκειται για το Μουσείο Καζαντζάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης, τη Δημοτική Πινακοθήκη Κατσίγρα της Λάρισας, την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, τα Μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, Πλινθοκεραμοποιίας στο Βόλο, Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία, Βιομηχανικής Ελαιουργίας στη Λέσβο και το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Ιωάννινα.
Ο Γεώργιος Διδασκάλου γεννήθηκε στο Ναύπλιο Αργολίδας το 1972. Είναι Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός του Εθνικού Μετσoβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), Διδάκτωρ του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος δύο Μεταπτυχιακών Διπλωμάτων Ειδίκευσης, της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ και του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών της Σχολής Οικονομίας, Διοίκησης και Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως Πολιτικός Μηχανικός ανέλαβε θέσεις ευθύνης. Ειδικότερα, κατά τα έτη 2013-2014 εργάστηκε ως Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.
Τη χρονική περίοδο 2014-2015, ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, έχοντας την ευθύνη της παρακολούθησης και υλοποίησης του κυβερνητικού έργου στις γεωγραφικές περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας, των Ιονίων Νήσων και της Πελοποννήσου. Την ίδια περίοδο διετέλεσε Πρόεδρος του Διαβαλκανικού Κέντρου Περιβάλλοντος (Balkan Environmental Centre).
Από το 2015 έως το 2019, άσκησε τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα στο Δήμο Αμαρουσίου έχοντας την ευθύνη για το συντονισμό των Υπηρεσιών, την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του Δήμου.
Τον Ιούλιο του 2019 ανέλαβε Γενικός Γραμματέας Πολιτισμού στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, θέση την οποία κατέχει μέχρι σήμερα.
Έχει εκλεγεί για δύο συνεχόμενες θητείες Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (Ε.Μ.Δ.Υ.Δ.Α.Σ.) Κεντρικής και Νότιας Πελοποννήσου, έχει υπάρξει αιρετό μέλος της Αντιπροσωπείας του Περιφερειακού Τμήματος ΤΕΕ Πελοποννήσου με συνεχείς θητείες, καθώς επίσης και Μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Γενικών Γραμματέων Τοπικής Αυτοδιοίκησης «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ».
Διετέλεσε μέλος του Διδακτικού Προσωπικού του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔA) και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Τμήμα Πολιτικών Έργων Υποδομής της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Αθήνας, καθώς και άλλων φορέων επιμόρφωσης.
Διαθέτει σημαντικό συγγραφικό έργο σε θέματα της επιστημονικής του εξειδίκευσης και έχει συμμετάσχει ως εισηγητής και προσκεκλημένος ομιλητής σε συνέδρια και επιμορφωτικά προγράμματα, σε επιστημονικές επιτροπές και ομάδες εργασίας του ΤΕΕ Πελοποννήσου, καθώς και σε διάφορες ομάδες έργου συγγραφής μελετών και συγγραμμάτων για το Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η Σταυρούλα –Βίλλυ Κ. Φωτοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα, και αποφοίτησε από το 1ο Γενικό Λύκειο της πόλης.
Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
Εργάζεται από το 1996 στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου τοποθετήθηκε ως απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.
Διαθέτει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών στη Σύγχρονη Ιστορία (ΕΚΠΑ, 2008) και στην Κοινωνική Λαογραφία (ΕΚΠΑ, 2011).
Χειρίζεται άριστα την αγγλική γλώσσα και ικανοποιητικά τη γαλλική και την ισπανική.
Είναι Διευθύντρια Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 2014. Έχει εκπροσωπήσει το Υπουργείο Πολιτισμού σε Διεθνείς Οργανισμούς (UNESCO, EE), αναφορικά με θέματα αρμοδιότητάς της.
Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και απόφοιτος του Διαπανεπιστημιακού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσειολογίας-Διαχείρισης Πολιτισμού της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.
Εργάζεται στο χώρο των Μουσείων από το 2003• στο Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης (2003-2008) και στην Υπηρεσία Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) από το 2008 έως σήμερα. Έχει εκπονήσει μουσειολογικές μελέτες, έχει σχεδιάσει και υλοποιήσει μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, πολιτιστικές δράσεις και εκδηλώσεις, και έχει συμμετάσχει στο σχεδιασμό, τη διαχείριση και την υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων έργων.
Σήμερα είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση της λειτουργίας του Μουσείου Περιβάλλοντος Στυμφαλίας, του Μουσείου Μαστίχας Χίου και του Γραφείου του ΠΙΟΠ στη Θεσσαλονίκη. Μιλά αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.