Belke Ansgar
Schadler Susan
Βέττας Νίκος
Ξαφά Μιράντα
Έλλις Αθανάσιος
Γλώσσα
Ελληνική, Αγγλική
Ημερομηνία
08/12/2014
Διάρκεια
60:45
Εκδήλωση
Δημόσιο Χρέος Μεταρρυθμίσεις και Αναπτυξιακές Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας
Χώρος
Μέγαρο Καρατζά Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος
Διοργάνωση
Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)
Centre for International Governance Innovation (CIGI)
Konrad-Adenauer-Stiftung (KAS)
Κατηγορία
Οικονομία
Ετικέτες
δημόσιο χρέος, μεταρρυθμίσεις, εξαγωγές, οικονομική ανάκαμψη, κούρεμα χρέους
Πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014, στο Μέγαρο Καρατζά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εκδήλωση, με θέμα: «Δημόσιο Χρέος Μεταρρυθμίσεις και Αναπτυξιακές Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας» που διοργάνωσαν το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το Centre for International Governance Innovation (CIGI) και το Ίδρυμα Konrad Adenauer (KAS).
Στην εκδήλωση μίλησαν ο κ. Ansgar Belke, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Duisburg-Essen και μέλος του πάνελ εμπειρογνωμόνων επί νομισματικών θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η κα Susan Schadler, Senior Fellow του CIGI, ο κ. Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η κα Μιράντα Ξαφά, Senior Fellow του CIGI. Ο κ. Αθανάσιος Έλλις, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή», συντόνισε την εκδήλωση.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκαν θέματα όπως το ύψος του ελληνικού χρέους, οι προϋποθέσεις ώστε να καταστεί μακροπρόθεσμα βιώσιμο καθώς και η σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των εξαγωγών για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Στην ομιλία του ο καθηγητής Ansgar Belke σημείωσε ότι υπάρχει μια σαφής τάση ανάκαμψης χάρη στην αύξηση των εξαγωγών. «Για πρώτη φορά σε έξι χρόνια οι έλληνες εξαγωγείς κερδίζουν μερίδιό στην αγορά και μπορούν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Αλλά η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη βγει από τη δίνη. Ενώ το ευρωπαϊκό πακέτο στήριξης ολοκληρώνεται, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση έβαλε στο τραπέζι την έξοδο του ΔΝΤ από το πρόγραμμα, και συνεπώς τον δανεισμό περίπου 12 δις Ευρώ από τις κεφαλαιαγορές, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εκτοξεύθηκαν κατά σχεδόν 9 μονάδες. Είναι σαφές ότι μια εσπευσμένη έξοδος από τα προγράμματα διάσωσης θα μπορούσε να οδηγήσει την οικονομία σε ένα επικίνδυνο πισωγύρισμα», τόνισε. ο κ. Belke υπογράμμισε ότι το ελληνικό χρέος είναι κυρίως εξωτερικό. «Αν οι εξαγωγές συνεχίσουν να αυξάνονται, το χρέος μπορεί να γίνει βιώσιμο, ειδικά με τα ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια που πληρώνει η Ελλάδα για το επίσημο χρέος της. Η επίλυση του προβλήματος έχει μεταφερθεί στο απώτερο μέλλον από τους υπουργούς οικονομικών της Ευρωζώνης εδώ και καιρό καθώς η περίοδος ωρίμανσης των μέχρι τώρα χορηγηθέντων δανείων είναι πολύ μεγάλη - κατά μέσο όρο 32 χρόνια - και τα επιτόκια πολύ χαμηλά». «Προτεραιότητα», συνέχισε ο κ. Belke, «πρέπει να δοθεί στην εφαρμογή των νόμων που έχουν ψηφιστεί. Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος παραμένει ένα φλέγον ζήτημα μεταξύ της κυβέρνησης και της Τρόικας. Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές συγχωνεύσεις ταμείων και μια ουσιαστική αλλαγή των παραμέτρων του συστήματος». «Ωστόσο το σύστημα», κατέληξε, «δεν είναι ακόμη πλήρως βιώσιμο, καθώς τμήματα του πληθυσμού εξακολουθούν να εξαιρούνται. Μόνο αν οι εξαγωγές συνεχίσουν να αυξάνονται, οι μισθοί και οι συντάξεις θα μπορέσουν να αυξηθούν ξανά.»
Η κα Susan Schadler, στην ομιλία της υπογράμμισε ότι το υπερβολικό βάρος του Ελληνικού χρέους ήταν ένα από τα κεντρικά προβλήματα για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας. «Θεσμικά εμπόδια στις διαπραγματεύσεις για το πρώτο πακέτο διάσωσης είχαν ως αποτέλεσμα οι ιδιώτες ομολογιούχοι να μην επωμισθούν το βάρος που τους αναλογούσε στην αναπόφευκτη διαγραφή χρέους. Το 2012, ένα μεγάλο τμήμα του χρέους βρισκόταν πλέον στα χέρια των επίσημων πιστωτών και δεν υπέστη κούρεμα. Το αποτέλεσμα ήταν ακόμη και σήμερα οι προβλέψεις του ΔΝΤ, έστω και με σχετικά αισιόδοξες προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης και τη δημοσιονομική πειθαρχία, να μην επιβεβαιώνουν ότι το χρέος είναι πιθανότατα βιώσιμο», τόνισε. Η κα Schadler θεωρεί ότι το ΔΝΤ, πριν εκταμιεύσει άλλα χρήματα, πρέπει να επιμείνει σε μια ρεαλιστική εκτίμηση της πορείας του χρέους. «Στη συνέχεια», ανέφερε η κα Schadler, «θα πρέπει να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις που προάγουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, συμβάλλοντας στη βιωσιμότητα του χρέους. Όταν υπάρξουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα υλοποιηθούν, τότε μόνο θα πρέπει οι επίσημοι πιστωτές να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα του χρέους».
Ο καθηγητής Νίκος Βέττας ανέφερε ότι η σταθεροποίηση που, με υψηλό κόστος, έχει επιτευχθεί στην οικονομία πρέπει να προστατευτεί, ως βάση για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που πρέπει να επιδιωχθούν. «Οι περιορισμοί που προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας στην ευρω-ζώνη και από την πρόσφατη ικό δημοσιονομική εκτροπή σημαίνουν ότι η οικονομία οφείλει να πορευθεί κάτω από εξισορροπημένο εξωτερικό ισοζύγιο – αποτελεί παρανόηση να θεωρείται ότι υπάρχει εναλλακτικός δρόμος για την ανάπτυξη. Για να αυξηθεί το επίπεδο κατανάλωσης και διαβίωσης, θα πρέπει να υπάρξει σημαντική άνοδος των επενδύσεων, με σημαντικό μέρος τους να προέρχεται από το εξωτερικό και να στηρίζει κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η προσαρμογή της οικονομίας σε αυτό το επίπεδο καθυστερεί σημαντικά, καθώς παραμένουν ισχυρά εμπόδια. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται πράγματι σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά για μακροπρόθεσμες παραγωγικές επενδύσεις, παρά το γεγονός ότι βραχυπρόθεσμα οι προγραμματισμένες πληρωμές είναι χαμηλές». Ο κ. Βέττας τόνισε ότι «κάθε σχεδιασμός για λύση του προβλήματος του χρέους, θα πρέπει να έχει στο κέντρο ένα σχέδιο ανάπτυξης. Περαιτέρω διευκολύνσεις και, ιδίως, υπό όρους εγγυήσεις για σταθεροποίηση των επιτοκίων και των μελλοντικών ροών πληρωμών πρέπει και μπορούν να υπάρξουν, όπως και μια άμεση υποβοήθηση των απαραίτητων επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελεί μεγάλο σφάλμα να θεωρείται ότι μια εφάπαξ διαγραφή μέρους του χρέους μπορεί να υποκαταστήσει τις πραγματικές τομές που απαιτούνται στην οικονομία. Αντίθετα, τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους, η ελάφρυνση του χρέους μπορεί και πρέπει να γίνει μόνο σε συμπληρωματικότητα και συγχρονισμό με μια τέτοια πολιτική μετασχηματισμού της οικονομίας».
Από την πλευρά της η κα Μιράντα Ξαφά στην ομιλία της ανέφερε ότι η ανταλλαγή του ελληνικού χρέους το 2012 (PSI) πέτυχε μια ιστορικά άνευ προηγουμένου ελάφρυνση του χρέους κατά €106 δις, αλλά υπήρξε «πολύ μικρή, πολύ αργά» για να αποκαταστήσει την βιωσιμότητά του. «Ένα βαθύ κούρεμα από την αρχή του πρώτου πακέτου διάσωσης €110δις το 2010, υπό την απειλή νομοθετικών ρυθμίσεων, θα είχε θεωρηθεί κίνηση βαθύτατα καταναγκαστική, εφόσον θα υποχρέωνε τους ιδιώτες ομολογιούχους να επωμιστούν το σύνολο των δανειακών αναγκών της Ελλάδας. Όμως η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης πέρα από τα μέσα του 2011 περιόρισε το ύψος του χρέους που μπορούσε να “κουρευτεί”, καθιστώντας αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση του χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας», σημείωσε. Η κα Ξαφά τόνισε ότι η καθυστέρηση στο PSI και η εξαίρεση των τραπεζών του Ευρωσυστήματος αποτελούν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της μερικής διαγραφής του χρέους της Ελλάδας προς τον επίσημο τομέα σήμερα. «Όμως το αδύναμο διαπραγματευτικό σημείο της Ελλάδας παραμένει η μη εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών που θα βοηθούσαν να καταστεί το χρέος βιώσιμο με την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης. Με το μάτι στις κάλπες η κυβέρνηση προσπαθεί να αναβάλλει τις μεταρρυθμίσεις, ενώ η αντιπολίτευση υπόσχεται επιστροφή στο παρελθόν. Η εκτόξευση του spread μόλις η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρώιμα «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα δείχνει πόσο λίγη πίστη έχουν οι αγορές στην εμπέδωση της προόδου που έχει συντελεστεί. Εφάπαξ μείωση του χρέους χωρίς ανάπτυξη και δημοσιονομική σταθερότητα δεν οδηγεί σε βιωσιμότητα», κατέληξε η κα Ξαφά.
Ο Ansgar Belke είναι Καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Duisburg-Essen (Campus Essen) από τον Απρίλιο του 2007, όπου είναι επίσης διευθυντής του Ινστιτούτου Επιχειρήσεων και Οικονομικών Μελετών (IBES). Από το 2012 είναι (επί προσωπικής βάσεως) καθηγητής Jean Monnet. Περαιτέρω είναι μέλος των "Εξωτερικών Επιστημονικών Συνεργατών του Οικονομικού Πανεπιστημίου του Ρουρ" (RGS Econ) και επισκέπτης καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Σάαρλαντ, καθώς και στο Hertie School of Governance στο Βερολίνο.
Από τον Αύγουστο του 2001 μέχρι τον Μάρτιο του 2007 διετέλεσε Καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Hohenheim στη Γερμανία. Παλιότερα, υπήρξε επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bochum, Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Essen και Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Έλαβε το διδακτορικό του το 1995 και ολοκλήρωσε τη μεταδιδακτορική διατριβή του το 2000 στο Πανεπιστήμιο του Bochum αποκτώντας «δικαίωμα στη διάλεξη» (venia legend) για τα Οικονομικά και την Οικονομετρία.
Υπήρξε επισκέπτης ερευνητής μεταξύ άλλων στο ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, στο ερευνητικό Ινστιτούτο CentER στο Τίλμπουργκ, στο CEPS στις Βρυξέλλες, στο IfW στο Κίελο, στο DIW στο Βερολίνο, και στο OeNB στην Βιέννη. Στο DIW στο Βερολίνο ήταν εκτός των άλλων και διευθυντής ερευνών για τη Διεθνή Μακροοικονομική.
Είναι πρόεδρος της European Economics and Finance Society (EEFS), μέλος του "Πάνελ Νομισματικών Εμπειρογνωμόνων" του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΔΕΣ του Τύμπιγκεν, του προεδρείου της ομάδας Εργασίας για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση (ΑΕΙ) και του Επιστημονικού Συμβουλίου του "Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή Πολιτική" (ΙΕP). Είναι επίσης ερευνητής στο ΙΖΑ στην Βόννη, συνεργαζόμενο μέλος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), στις Βρυξέλλες, μέλος των επιστημόνων ερευνητών παρατηρητών της κεντρικής τράπεζας "ECB Observer", μέλος του γραφείου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ανάλυσης (BEPA) των προγραμμάτων Επισκεπτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξωτερικός σύμβουλος για την DG ECFIN της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και εξωτερικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (Ηνωμένο Βασίλειο). Έχει υλοποιήσει χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα για τα Ομοσπονδιακά Υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Γερμανίας.
Έχει διατελέσει επισκέπτης ερευνητής σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα και ινστιτούτα. Υπήρξε και είναι ακόμα ενεργό μέλος πολλών ευρωπαϊκών οργανισμών, κέντρων και επιτροπών. Οι τομείς ενδιαφέροντός του είναι η μακροοικονομία, η νομισματική οικονομία, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η ανάλυση χρονολογικών σειρών, τα επιχειρηματικά κεφάλαια και οι αγορές εργασίας. Έχει δημοσιεύσει πολλές εργασίες σε έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά και σε πολλές εφημερίδες σε τακτική βάση.
Γενικός διευθυντής στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών από το 2013. Καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 2003, όπου έχει υπηρετήσει ως Πρόεδρος του Τμήματος Οικovoμικής Επιστήμης και μέλος του Συμβουλίου του Ιδρύματος. Kάτοχος διδακτορικού από το University of Pennsylvania, ΗΠΑ. Έχει εργαστεί ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Duke University στις ΗΠΑ και Επισκέπτης Καθηγητής στο ΙNSEAD στη Γαλλία και τη Σιγκαπούρη. Είναι Associate Editor του International Journal of Industrial Organization, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του European Association for Research in Industrial Economics και Ερευνητικός Εταίρος στο Centre for Economic Policy Research του Λονδίνου, ενώ έχει υπάρξει Associate Editor του Journal of the European Economic Association και του Journal of Industrial Economics. Έχει υπηρετήσει ως τακτικό μέλος της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού και μέλος του European Advisory Group for Competition Policy της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού. Έχει δημοσιεύσεις στο International Economic Review, European Economic Review, Rand Journal of Economics, Review of Economic Studies και άλλα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά. Συνδιοργανωτής από το 2002 του Conference for Research on Economic Theory and Econometrics και εκ των επιμελητών του Beyond Austerity (MIT Press, 2017) - Πέρα από τη Λιτότητα (ΠΕΚ, 2017). Αναπληρωτής Πρόεδρος της Επιτροπής Αναπτυξιακού Σχεδίου («Επιτροπής Πισσαρίδη») για την Ελληνική Οικονομία, 2020.
Η Μιράντα Ξαφά ξεκίνησε την καριέρα της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ουάσινγκτον το 1980, όπου επικεντρώθηκε στα σταθεροποιητικά προγράμματα στη Λατινική Αμερική. Το 1991-1993 εργάστηκε ως Διευθύντρια του Οικονομικού γραφείου του Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στην Αθήνα και, εν συνεχεία, εργάστηκε ως αναλύτρια των διεθνών αγορών στο Λονδίνο και στην Αθήνα. Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ την περίοδο 2004-2009 και εν συνεχεία στέλεχος της I.J. Partners με έδρα την Γενεύη, είναι τώρα διευθύνουσα σύμβουλος της E.F. Consulting στην Αθήνα και ερευνήτρια του Center for International Governance Innovation (CIGI). Έχει διδάξει οικονομικά στο πανεπιστήμιο Pennsylvania των ΗΠΑ, όπου έκανε τις μεταπτυχιακές της σπουδές και στο Princeton και έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες πάνω σε διεθνή οικονομικά θέματα.
Ο Αθανάσιος Έλλις είναι Διευθυντής της αγγλικής έκδοσης της Καθημερινής.
Διπλωματικός ανταποκριτής και αρθρογράφος της εφημερίδας Η Καθημερινή, και ανταποκριτής του ΑΝΤ1, του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων και της ελληνικής υπηρεσίας της Deutsche Welle στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία εργαζόμενος στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης και στην ΕΡΤ, ενώ παλαιότερα συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Εξουσία και Τα Νέα.
Σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Boston University, έλαβε Master’s στις Διεθνείς Σχέσεις από ειδικό πρόγραμμα του Boston University στο Παρίσι, και στη συνέχεια πήρε δίπλωμα δημοσιογραφίας από το New York University.