Αναγνωστούλη-Πουλημένου Μαρία
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
01/12/2013
Διάρκεια
29:22
Εκδήλωση
Διάλογοι Ελλήνων Νευροεπιστημόνων για την Ανοσογενετική της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας
Χώρος
Ίδρυμα Ευγενίδου
Διοργάνωση
Μαρία Αναγνωστούλη
Ελληνική Εταιρεία Νευροεπιστημών
Ελληνική Εταιρεία Ανοσολογίας (ΕΕΑ)
Κατηγορία
Ανοσολογία, Νευροεπιστήμες
Το σύμπλεγμα HLA (Human Leukocyte Antigen complex) είναι το όνομα του Μείζονος Συμπλέγματος Ιστοσυμβατότητας (MHC – Major Histocompatibility Complex) στον άνθρωπο. Περιλαμβάνει μια έκταση στενά συνδεδεμένων γονιδίων που κωδικοποιούν πρωτεΐνες σχετιζόμενες με την παρουσίαση του αντιγόνου στα Τ-λεμφοκύτταρα και στην διακυτταρική αναγνώριση και διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ανοσιακή απάντηση και στην επιρρέπεια σε αυτοάνοσα νοσήματα αλλά και στην απόρριψη ή μη μοσχευμάτων.
Το γονίδιο DRB1 είναι το πιο πολυμορφικό γονίδιο της DR-υποπεριοχής. Κωδικοποιεί την κυρίαρχη υπομονάδα της DR υποπεριοχής, της β-αλυσίδας των τάξης ΙΙ MHC μορίων.
Η μεγάλη πολυμορφικότητα του HLA-DRB1 υποδηλώνει τους ταχείς ρυθμούς εξέλιξης του, κάνοντας το ένα από τα πλέον ταχύτερα εξελισσόμενα γονίδια. Μεγάλο ποσοστό της ποικιλομορφίας του HLA-DRB1 παρατηρείται σε περιοχές επαφής με το αντιγονικό πεπτίδιο, στην σχισμοειδή θήκη, με αποτέλεσμα σε πολλά από τα αλληλόμορφα να αλλάζει ο τρόπος σύνδεσης της περιοχής DR με το αντιγονικό πεπτίδιο ή και να αλλάζει το ρεπερτόριο πεπτιδίων με τα οποία μπορεί να συνδεθεί ο υποδοχέας του Τ-λεμφοκυττάρου (TCR).
Η συσχέτιση μεταξύ των αλληλομόρφων HLA και ενός δεδομένου νοσήματος μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με τον προσδιορισμό της συχνότητας των αλληλομόρφων HLA που εκφράζονται σε άτομα προσβεβλημένα από τη νόσο και συγκρίνοντας τα δεδομένα αυτά με τη συχνότητα των ιδίων αλληλομόρφων στο γενικό πληθυσμό. Αυτή η σύγκριση επιτρέπει τον υπολογισμό του σχετικού κινδύνου. Γονιδιακές μελέτες έχουν αποδείξει ότι άτομα τα οποία έχουν συγκεκριμένα HLA αλληλόμορφα διατρέχουν έναν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων αυτοάνοσων παθήσεων συγκριτικά με άτομα τα οποία δεν έχουν αυτά τα αλληλόμορφα.
Προφανώς η αυτοανοσία πυροδοτείται, όταν αυτοαντιδραστικά Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία σε φυσιολογικές συνθήκες βρίσκονται υπό τον έλεγχο στην πλειοψηφία άγνωστων ρυθμιστικών μηχανισμών, διαφύγουν της αρνητικής επιλογής. Όταν αυτοί οι μηχανισμοί αποτύχουν, αυτοαντιδραστικά Τ-λεμφοκύτταρα είναι δυνατό να ενεργοποιηθούν από συγκεκριμένα συμπλέγματα HLA μορίων με αυτοαντιγονικά πεπτίδια (Τριμοριακό Σύμπλεγμα) (MHC-περιορισμός). Διαφορετικά HLA αλληλόμορφα εμφανίζουν διαφορετικές συγγένειες για αυτοαντιγονικά πεπτίδια. Έτσι, συγκεκριμένα αλληλόμορφα μπορεί να επιτρέπουν στο αυτοαντιγονικό πεπτίδιο να δεσμευτεί στην αντιγονική αύλακα σύνδεσης και να αναγνωριστεί από τον TCR, ενώ άλλα όχι. Ενδεχομένως, το γεγονός ότι τα αυτοαντιγονικά πεπτίδια είναι συνδεδεμένα και παρουσιάζονται από μερικά αλλά όχι από άλλα HLA μόρια παρέχει τη βάση για τη συσχέτιση κάθε αυτοάνοσου νοσήματος με ένα συγκεκριμένο αλληλόμορφο ή αλληλόμορφα.
Το HLA σύμπλεγμα θεωρείται ότι συσχετίζεται με μία νόσο, όταν ένα ή περισσότερα HLA αλληλόμορφα εμφανίζονται σημαντικά αυξημένα ή ελαττωμένα στους ασθενείς συγκριτικά με μία κατάλληλη ομάδα ελέγχου. Στα αυτοάνοσα νοσήματα ωστόσο παίζουν ρόλο πολλαπλοί γενετικοί, επιγενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, με το MHC να παίζει ένα σημαντικό αλλά όχι αποκλειστικό ρόλο.
Ειδικότερα τα κοινά αυτοάνοσα νευρολογικά νοσήματα, στους καυκασιανούς πληθυσμούς έχουν από ετών συσχετισθεί με συγκεκριμένα HLA-αλλήλια, όπως η Σκλήρυνση κατά Πλάκας (ΣΚΠ) ή Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ), κατ΄εξοχήν με το HLA-DRB1*1501, η νόσος του Devic ή οπτικομυελίτιδα με το αλλήλιο DPB1*0501 και σε συνδυασμό με ατοπική μυελίτιδα, ως μία νέα νοσολογική οντότητα, η Μυασθένεια Gravis με το HLA-DRB1*03, το σύνδρομο Guillain Barré με το HLA-DQB1*03 σε συνδυασμό με Campylobacter jejuni λοίμωξη κλπ
Το σημαντικό είναι ότι διαφορετικά HLA-αλλήλια έχουν αυξημένη ή μειωμένη συχνότητα εμφάνισης σε κάποιο αυτοάνοσο νόσημα σε κάθε πληθυσμό και αυτό σημαίνει διαφορετικά αυτοαντιγόνα που εμπλέκονται, διαφορετικές ανοσολογικές αποκρίσεις, διαφορετικές κλινικές παραμέτρους να εμφανίζονται και τελικά διαφορετική φαρμακευτική ανταπόκριση των ασθενών, στα φάρμακα για την νόσο.
Στο Εργαστήριο Ανοσογενετικής της Α΄ Παν/κής Κλινικής ΕΚΠΑ, τυποποιούμε από ετών, με μοριακές τεχνικές όλα τα τάξης Ι και ΙΙ, HLA-αλλήλια στα κοινά αυτοάνοσα νευρολογικά νοσήματα (Σκλήρυνση κατά Πλάκας, Χρόνια Φλεγμονώδη Απομυελινωτική Πολυνευροπάθεια ή CIDP, στο σύνδρομο Guillain Barrè, στην Μυασθένεια Gravis κλπ), αλλά και στα κοινά νευροεκφυλιστικά νοσήματα (στη νόσο του Πάρκινσον, στην άνοια τύπου Alzheimer, στην πλάγια Μυατροφική Σκλήρυνση ή ALS κλπ.). Στο Εργαστήριο Ανοσογενετικής εκπονούνται ή εκπονήθηκαν μεταπτυχιακές εργασίες και διδακτορικές διατριβές, με νοσήματα αναφοράς τα προαναφερθέντα.
Στόχος είναι η ανάδειξη των HLA-αλληλίων που έχουν σχέση με τα προαναφερθέντα νοσήματα και η τυχόν εμπλοκή τους στην εμφάνιση, κλινική εξέλιξη της νόσου και τελικά στην φαρμακευτική ανταπόκριση των ασθενών (φαρμακογονιδιωματική).
H Μαρία Αναγνωστούλη γεννήθηκε στην Λάρισα, αποφοίτησε από το Β΄ Λύκειο Ζωγράφου και την Ιατρική Σχολή Αθηνών. Ολοκλήρωσε την ειδίκευσή της στην Νευρολογία, σταδιακά στα Νοσοκομεία «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», «ΣΩΤΗΡΙΑ» και «ΑΙΓΙΝΗΤΕΙΟ». Εκπόνησε την διδακτορική της Διατριβή στο Ερευνητικό Εργαστήριο της Νευρολογικής Κλινικής με θέμα “Μελέτη των επιπέδων βιοτίνης στο ΕΝΥ και στον ορό νευρολογικών ασθενών” σε συνεργασία με το Ραδιοανοσολογικό Τμήμα του Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών ΕΚΕΦΕ «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ». Μετεκπαιδεύτηκε σε μοριακές τεχνικές τυποποίησης των Αντιγόνων Ιστοσυμβατότητας HLA, στο Παν/κό Εργαστήριο του Καθηγητού Terasaki στο UCLA των ΗΠΑ και στο εργαστήριο της GENTRAK στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Μετεκπαιδεύτηκε επίσης στο Stroke Service του Παν/κού Νοσοκομείου του Harvard, Massachusets General Hospital. Στην συνέχεια εγκατέστησε και λειτούργησε το Ανοσογενετικό Εργαστήριο στην Νευρολογική Κλινική του Αιγινητείου Νοσοκομείου, ενώ συμμετείχε και σε άλλα ερευνητικά πρωτόκολλα στα πεδία της νευροανοσολογίας, της νευροχημείας και της νευροψυχολογίας, με κύριο νόσημα αναφοράς την Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Εκλέχθηκε ως Λέκτορας και στην συνέχεια ως Επίκουρη Καθηγήτρια Νευρολογίας στην Α΄ Νευρολογική Κλινική, ΕΚΠΑ, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα. Συνεργάσθηκε με αρκετά Πανεπιστημιακά Κέντρα και Εργαστήρια του Εξωτερικού. Συμμετείχε σε περισσότερα από 150 Συνέδρια-Ημερίδες-Συμπόσια, ενώ ως προσκεκλημένη ομιλήτρια σε περισσότερες από 25 επιστημονικές εκδηλώσεις. Είναι μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών και συγγραφέας 130 εργασιών, ως άρθρων και περιλήψεων συνεδρίων. Συμμετείχε ως προσκεκλημένη ομιλήτρια σε τηλεοπτικές εκπομπές και είναι συγγραφέας άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Υπήρξε εκλεγμένο μέλος της Γενικής Συνέλευσης της Ιατρικής Σχολής, ΕΚΠΑ το 2009.Υπήρξε κύρια εμπνευστής και συνδιοργανώτρια του Διήμερου Διεπιστημονικού Σεμιναρίου για την ΣΚΠ, με τίτλο, “Διάλογοι Ελλήνων Νευροεπιστημόνων για την ΣΚΠ”, που είχε σαφή επιτυχία. Είναι Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συμποσίου Νευροαισθητικής. Πέραν της Νευρολογίας και των Νευροεπιστημών, άλλα ενδιαφέροντά της είναι η Ιστορία της Νευρολογίας και της Ιατρικής και η Φιλοσοφία των Επιστημών και παρουσίασε αρκετές πρωτότυπες εργασίες και σε αυτόν τον τομέα. Ασχολείται επίσης με την μουσική και την Μονωδία. Είναι παντρεμένη με τον εικαστικό και ποιητή Σπύρο Πουλημένο.