Bodossaki Lectures on Demand
ΙΔΡΥΜΑ ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ

Historic Effects of Climate Change on Heritage Assets

Brimblecombe Peter

2 Απριλίου 2012

ΟΜΙΛΙΕΣ
EXIT FULL SCREEN VIDEO & SLIDES
ΔΙΑΡΚΕΙΑ 27:51 ΠΡΟΒΟΛΕΣ 2095
ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ /

Τα έργα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι σχεδιασμένα να διαρκέσουν. Για την επιβίωσή τους στη διάρκεια των αιώνων, χρησιμοποιούνται ανθεκτικά υλικά, και συχνά το αποτέλεσμα ξεπερνά τους αιώνες και επεκτείνεται σε βάθος χιλιετιών. Μετά την αποκατάσταση του Westminster Abbey στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Nicholas Hawksmoor έγραψε στον Πρύτανη: "Είμαι της άποψης, αν δεν καταστραφεί από πράξεις βίας, αυτό το οικοδόμημα θα σταθεί για 1000 χρόνια".

Παρά τα όσα δήλωσε ο Hawksmoor, τα υλικά καταστρέφονται από το περιβάλλον τους και παρά την προσεκτική επιλογή των οικοδομικών υλικών, η υποβάθμιση και οι επιπτώσεις της έκθεσης στις καιρικές συνθήκες είναι σχεδόν αναπόφευκτες. Οι περιβαλλοντικές πιέσεις στους εξωτερικούς χώρους διακρίνονται κυρίως από πλευράς έκθεσης στο νερό, άμεσης ηλιακής ακτινοβολίας και υψηλότερεων ταχυτήτων ανέμου σε σχέση με το εσωτερικό περιβάλλον. Έξω υπάρχει πάντα ο κίνδυνος από την έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, κάτι βέβαια που μπορεί να ισχύει και σε εσωτερικούς χώρους, ιδιαίτερα όταν υπάρχει θέρμανση εσωτερικών χώρων ή οι ρύποι εξατμίζονται από τα υλικά κατασκευής. Η κατανόηση του ιστορικού των καιρικών συνθήκών και ζημιών στα υλικά, όχι μόνο δίνει την εικόνα της τρωτότητάς τους μακροπρόθεσμα, αλλά και του πώς η κοινωνία ανταποκρίθηκε στη σταδιακή φθορά.

Ιστορικά οι επιβαρυντικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι (i) η αλλαγή του κλίματος, (ii) η αλλαγή της ατμόσφαιρας των πόλεων και (iii) οι αλλαγές στο αγροτικό περιβάλλον που συχνά προκαλούνται από τις καινοτομίες στον τομέα της γεωργίας.

(i) Το κλίμα έχει βελτιωθεί σε σχέση με την περίοδο της Μικρής Εποχής των Παγετώνων στην Ευρώπη, όντας περισσότερο θερμό και λιγότερο παγωμένο σε αρκετές περιοχές, με αποτέλεσμα οι καταστροφές που επιφέρει ο παγετός να είναι πιο ήπιες. Κατά την περίοδο 1750-1950 πολλές οι κλιματικές συνθήκες φαίνονταν να παραμένουν σταθερές, αν και κατά τη δεκαετία του 1780 και το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα σημειώθηκαν περίοδοι σημαντικών αλλαγών.

(ii) Αν και η επίδραση του καπνού σε προσόψεις κτιρίων και των εσωτερικών τους υπήρξε πρόβλημα από την κλασική αρχαιότητα, μέχρι τον 17ο αιώνα δεν είχε γίνει αντιληπτή η διαβρωτική φύση των ρύπων που προκύπτουν από τα ορυκτά καύσιμα. Λονδρέζοι αρχιτέκτονες, όπως ο Sir Christopher Wren παρατήρησαν αξιοσημείωτη αύξηση του ρυθμού φθοράς και να απέδωσαν την προκληθείσα διάβρωση στις εκπομπές της καύσης του άνθρακα. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, η διάβρωση των πέτρινων κτιρίων έφτασε σε επίπεδα άνευ προηγουμένου. Το πρόβλημα της πρωτοβάθμιας αστικής ρύπανσης αντιμετωπίστηκε με την αλλαγή χρήσης των καυσίμων προς το τέλος του 20ου αιώνα.

(iii) Η γεωργία και η διαχείριση της γης έχει προκαλέσει τεράστιες αλλαγές στο περιβάλλον. Ο υδροφόρος ορίζοντας και τα επιφανειακά ύδατα πλέον αντιδρούν πολύ διαφορετικά σε βροχοπτώσεις από ό,τι στο παρελθόν. Οι αλλαγές στη χλωρίδα τις καλλιέργειες, και την πανίδα της ύπαίθρου έχου προκαλέσει ζημιές στις αγροτικές περιοχές. Στα θερμότερα κλίματα, τα νέα βλαβερά εντομοκτόνα καταστρέφουν πολιτιστικά μνημεία, ενώ υπάρχουν φόβοι (όχι απολύτως δικαιολογημένοι) ότι οι εκπομπές αμμωνίας από τη σύγχρονη χρήση λιπασμάτων έχουν καταστρέψει τοιχογραφίες και άλλες διακοσμήσεις στο εσωτερικό των κτιρίων στην ύπαιθρο.

Συχνά οι αλλαγές που οφείλονται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες δεν έχουν εμφανή αποτελέσματα άμεσα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η αντιμετώπισή τους, καθώς οι συνέπειες είναι εμφανείς μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.   Αυτό καθιστά τις μακροχρόνιες ιστορικές εκθέσεις άξιες μελέτης, ενώ μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο βάσει του οποίου θα μετρώνται οι μελλοντικές αλλαγές.

Ιστορικές μελέτες αποκαλύπτουν επίσης τις πρακτικές του παρελθόντος και τη στάση που υιοθετήθηκε σχετικά με την αντιμετώπιση της φθοράς, τμήμα της οποίας προήλθε από κλιματικούς παράγοντες. Μπορούμε να δούμε τη μετατόπιση των προτεραιοτήτων και την κατανομή των πόρων για τη συντήρηση των κτιρίων. Τα κτίρια μπορούν επίσης να αποκαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι παρεμβάσεις βάσει επιλογών σχετικά με το τι άξιζε να διατηρηθεί και την αισθητική που υιοθετήθηκε. Παρατηρούνται επίσης αλλαγές στον τρόπο χρήσης των ιδιοκτησιών, οι οποίες αντανακλούν τη μεταβαλλόμενη κατάσταση του κλίματος και της κοινωνίας κατά τους τελευταίους αιώνες.

Brimblecombe Peter Καθηγητής Ατμοσφαιρικής Χημείας, School of Environmental Sciences, University of East Anglia

O Peter Brimbecombe γεννήθηκε στην Αυστραλία και σπούδασε στο Auckland της Νέας Ζηλανδίας, όπου ολοκλήρωσε και τη διδακτορική του διατριβή στη θεματική της υδατικής χημείας του διοξειδίου του θείου στην ατμόσφαιρα. Επί του παρόντος ασχολείται με την θερμοδυναμική των συμπυκνωμένων υδατικών αερολυμάτων. Ενδιαφέρεται για τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στην αστική ατμοσφαιρική ρύπανση και τις επιπτώσεις της στην υγεία και τη φθορά των κτιρίων. Το ενδιαφέρον του για τις υλικές ζημιές που προκαλούν οι ατμοσφαιρικοί ρύποι δεν περιορίζεται σε υπαίθρια περιβάλλοντα. Στα ερευνητικά του ενδιαφέρονται εντάσσεται και η μελέτη της ατμόσφαιρας των μουσείων και της φθοράς της πολιτιστικής κληρονομιάς από ατμοσφαιρικούς ρύπους και την κλιματική αλλαγή.

Το 2005 έλαβε χρυσό μετάλλιο από την Italian Chemical Society για τη συμβολή του στη χημεία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το 2009, με την ομάδα Noahs Ark, έλαβε το Europa Nostra Grand Prize.

Είναι καθηγητής Ατμοσφαιρικής Χημείας στη Σχολή Περιβαλλοντικών Επιστημών του University of East Anglia. Από το 1990 είναι αρχισυντάκτης του επιστημονικού περιοδικού Atmospheric Environment.

Σχετικές ομιλίες