Τσιάρα Συραγώ
Χατζηνικολάου Τέτη
Μενδώνη Λίνα
Ράπτη Αλεξάνδρα
Ψάρρα Άννυ
Ταρουδάκης Μιχαήλ
Αβέρωφ Τατιάνα
Φωτοπούλου Σταυρούλα - Βίλλυ
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
29/09/2023
Διάρκεια
00:50:40
Εκδήλωση
3η Ενημερωτική Συνάντηση για την Αναγνώριση και Πιστοποίηση των Ελληνικών Μουσείων: Συμπεριληπτικά, ελκυστικά και βιώσιμα μουσεία
Χώρος
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
Διοργάνωση
Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς - ΥΠΠΟΑ
Κατηγορία
Μουσειολογία
Ετικέτες
αναγνώριση μουσείων, πιστοποίηση μουσείων, συμπεριληπτικό μουσείο, βιώσιμο μουσείο, πολιτιστική κληρονομιά, πολιτιστική μνήμη, πολιτιστική ταυτότητα, ελληνικό σύστημα αναγνώρισης μουσείων, Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων, μουσείο
Στην Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποιήθηκε η 3η Ενημερωτική Συνάντηση για την Αναγνώριση και Πιστοποίηση των Ελληνικών Μουσείων με θέμα «Συμπεριληπτικά, ελκυστικά και βιώσιμα μουσεία», την οποία διοργάνωσε η Διεύθυνση Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η σημασία της μεταρρύθμισης που εισήγαγε το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων αποτελεί μία ευρεία και ολοκληρωμένη παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού, με στόχο τη συνολική αναβάθμιση και προσαρμογή του μουσειακού τομέα της χώρας στις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις κάθε είδους προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η υλοποίηση της ενταγμένης στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μεταρρύθμιση Δημόσιου Τομέα 2014-2020» -που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης- Πράξης «Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων», εκτελείται σε συνεργασία του ΥΠΠΟ με την Κοινωνία της Πληροφορίας.
«Τα μουσεία πρέπει να εμπνέουν, όσο και να εκπαιδεύουν το κοινό. Να προκαλούν συναισθήματα και ενσυναίσθηση, όσο και να διαδίδουν γνώσεις. Να απευθύνονται τόσο στην ψυχή όσο και στο μυαλό. Οφείλουν, να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα, ελκυστικά και συμπεριληπτικά σε φυσικό και εννοιολογικό επίπεδο. Να απευθύνονται με τρόπο στοχευμένο, προσιτό και εύληπτο σε όλες τις κατηγορίες κοινού. Να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους. Αλλά να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικά και βιώσιμα», ανέφερε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην παρέμβασή της.
«Τα μουσεία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το φυσικό κέλυφος και τις συλλογές τους», τόνισε η Υπουργός. «Είναι μεν επιφορτισμένα με τη συλλογή, τη διατήρηση, την ερμηνεία και την έκθεση των υλικών και άυλων αγαθών της πολιτιστικής κληρονομιάς, συνιστούν ωστόσο τους θεματοφύλακες και επιμελητές της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας. Είναι φορείς πανανθρώπινων ιδεών και αξιών, κέντρα πολιτιστικής, καλλιτεχνικής και εκπαιδευτικής δράσης, αλλά και συντελεστές της τοπικής και υπερτοπικής παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας. Καλούνται να επιτελέσουν ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Προκειμένου να ανταποκριθούν με επιτυχία στο ρόλο αυτόν, τα μουσεία είναι αναγκαίο να διατηρούν τη δυνατότητα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται από κοινού με την κοινωνία. Η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μουσείων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το βαθμό της οργανικής τους ένταξης στην καθημερινή ζωή, στις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις, αλλά και στο διάλογο για μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, τις ιδέες, τα οράματα και τις προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον».
Η Υπουργός Πολιτισμού επεσήμανε ότι «τα μουσεία καλούνται να επιτελέσουν ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Για να ανταποκριθούν σε αυτόν είναι αναγκαίο να διατηρούν τη δυνατότητα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται από κοινού με την κοινωνία. Η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μουσείων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το βαθμό της οργανικής τους ένταξης στην καθημερινή ζωή, στις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις, αλλά και στο διάλογο για μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, τις ιδέες, τα οράματα και τις προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον. Οφείλουν, να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα, ελκυστικά και συμπεριληπτικά, σε φυσικό και εννοιολογικό επίπεδο. Να απευθύνονται με τρόπο στοχευμένο, προσιτό και εύληπτο σε όλες τις κατηγορίες κοινού, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους. Αλλά να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικά και βιώσιμα».
Στην περασμένη δεκαετία, η παρατεταμένη οικονομική ύφεση και μετά η επέλαση της πανδημίας δημιούργησαν σημαντικές δυσκολίες και προκλήσεις τόσο στους οργανισμούς όσο και στους εργαζόμενους στο πολιτιστικό τομέα. Φυσικά, δεν έμειναν ανεπηρέαστα και τα μουσεία.
Η οικονομική, λειτουργική και επιχειρησιακή βιωσιμότητα και αειφορία των μουσείων και των πολιτιστικών οργανισμών και ο αντίκτυπός τους στην κοινωνία, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, συναρτάται από το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα μπορέσουν να καταστρώσουν και να εφαρμόσουν νέες στρατηγικές.
Το θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο της διαδικασίας θέτει, με ενιαίο και συστηματικό τρόπο, το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού, που στοχεύει στη συνολική αναβάθμιση της δομής, της λειτουργίας και των υπηρεσιών, φυσικών και ψηφιακών, που παρέχουν τα μουσεία της Χώρας και την ενίσχυση της διασύνδεσής τους, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο».
Η Υπουργός αναφέρθηκε αναλυτικά στο σύστημα των διαδικασιών αξιολόγησης, που ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα σχεδιασμού και εφαρμογής μουσειακής πολιτικής, εφαρμόζοντας προδιαγραφές και κανόνες δεοντολογίας που έχουν θεσπιστεί από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) σε συνεργασία με τις ενώσεις των επαγγελματιών και οργανισμούς του πολιτισμού, ώστε, να συνδράμει με παροχή τεχνογνωσίας –και πόρων, όπου είναι δυνατό– στην καταγραφή και στην αντιμετώπιση αδυναμιών και προβλημάτων, στην εμπέδωση καλών πρακτικών και προγραμματισμού και στην εφαρμογή δράσεων μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού.
«Είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό και χαρμόσυνο το γεγονός», είπε η Λίνα Μενδώνη, «ότι στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του θεσμού –κι ενώ ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο που θα συστηματοποιήσει, θα διευκολύνει και θα επιταχύνει τις διαδικασίες, μέσω της ανάπτυξης ενός επικουρικού πληροφοριακού συστήματος και μιας γνωσιακής βάσης δεδομένων αναφοράς– 40 και πλέον μουσεία έχουν ήδη υποβάλει αίτημα Αναγνώρισης. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ολοκληρώσει το στάδιο προελέγχου, ενώ δέκα έχουν ήδη αναγνωριστεί».
Στην Ελλάδα, σήμερα, λειτουργούν συνολικά περί τα 500 μουσεία. Από αυτά τα 200 ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και τα 300 σε οργανισμούς, εκτός αυτού. Η απονομή ή διατήρηση του σήματος «Πιστοποιημένο Μουσείο» ή αντίστοιχα «Αναγνωρισμένο Μουσείο», ενώ για την πρώτη κατηγορία είναι υποχρεωτική, για την δεύτερη είναι εθελοντική. Θα επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα για τα μουσεία που αποδεδειγμένα πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές οργάνωσης και λειτουργίας.
Το πρόγραμμα Πιστοποίησης των Δημοσίων Μουσείων ξεκίνησε ήδη πιλοτικά, από την Περιφέρεια Ηπείρου και τα αρχαιολογικά μουσεία της Νικόπολης, της Άρτας, της Ηγουμενίτσας και των Ιωαννίνων.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης οκτώ ακόμη μουσεία έλαβαν από το Υπουργείο Πολιτισμού το «σήμα» του Αναγνωρισμένου Μουσείου. Πρόκειται για το Μουσείο Καζαντζάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης, τη Δημοτική Πινακοθήκη Κατσίγρα της Λάρισας, την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, τα Μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, Πλινθοκεραμοποιίας στο Βόλο, Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία, Βιομηχανικής Ελαιουργίας στη Λέσβο και το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Ιωάννινα.
Η Συραγώ Τσιάρα γεννήθηκε στη Λάρισα το 1968. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Leeds, στην Αγγλία, και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με θέμα τον ρόλο της δημόσιας γλυπτικής στη διαμόρφωση της εθνικής μνήμης.
Το 2002 κατέλαβε θέση επιμελήτριας-ιστορικού τέχνης στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με κύριο έργο την έρευνα, μελέτη, τεκμηρίωση και εκθεσιακή προβολή της Συλλογής Κωστάκη Ρωσικής Πρωτοπορίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Παράλληλα, δίδαξε για τρία πανεπιστημιακά έτη στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2003-2006).
Από το 2007 μέχρι το 2020 ανέλαβε τη διεύθυνση του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης του ΚΜΣΤ. Από το 2017 μέχρι το 2022 διηύθυνε την Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και από το 2018 μέχρι το 2022 το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης – MOMus.
Το 2009 συνεπιμελήθηκε τη 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης με τις Bisi Silva και Gabriela Salgado.
Διετέλεσε επιμελήτρια του Ελληνικού Περιπτέρου στην 55η Μπιενάλε της Βενετίας, και στην 58η διοργάνωση ανέλαβε τα καθήκοντα της εθνικής επιτρόπου.
Το 2019 εργάστηκε μαζί με τον Δημήτρη Αντωνακάκη στη διεύθυνση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης για να ανοίξει το ΕΜΣΤ στο κοινό. Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε την επιμέλεια της επανέκθεσης της μόνιμης συλλογής στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα.
Από τον Ιούλιο του 2022 ανέλαβε τη θέση της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου.
Η Tέτη Xατζηνικολάου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ ’όπου έλαβε πτυχία Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών και Ιστορίας- Αρχαιολογίας. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης (Ιστορία της Μεσαιωνικής και Νεότερης Τέχνης) και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (Τέχνη και Πολιτισμός) με υποτροφίες του Ιταλικού και του Βελγικού Κράτους αντίστοιχα. Από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα Ιστορίας (DEA). Εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού στον τομέα προστασίας της νεώτερης πολιτιστικής κληρονομιάς (1978- 2011). Διετέλεσε προϊσταμένη τμήματος στη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού του Υπουργείου με αρμοδιότητα τα Ιστορικά - Λαογραφικά Μουσεία και τις Συλλογές (1993-1997) και Διευθύντρια Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (1997-2011). Άρθρα και εργασίες της σχετικά με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα μουσεία νεοελληνικού πολιτισμού και τη μουσειοπαιδαγωγική έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έχει ειδικά ασχοληθεί με θέματα Διεθνών Οργανισμών.
Είναι ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM).
Η Λίνα Γ. Μενδώνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Αρσακείου Ψυχικού και πτυχιούχος των Τμημάτων Κλασικής Φιλολογίας, Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1988 αναγορεύθηκε με άριστα διδάκτωρ Αρχαιολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου. Το 1987, παρακολούθησε ως υπότροφος του C.N.R.S. προδιδακτορικό κύκλο σπουδών στη Maison de l'Orient, στην Λυών. Το 1988, παρακολούθησε κύκλο μεταδιδακτορικών σεμιναρίων σε θέματα αρχαίας ελληνικής ονομαστικής στην Οξφόρδη με υποτροφία της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας.
Το 1989 εντάχθηκε στο ερευνητικό δυναμικό του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο οποίο υπηρετεί μέχρι σήμερα σε θέση Κυρίου Ερευνητή.
Είναι μέλος πολλών ελληνικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών, εταιρειών και ενώσεων. Διατελεί επικεφαλής και μέλος σε επιστημονικές ομάδες ευρωπαϊκών και διεθνών προγραμμάτων.
Πεδία των επιστημονικών της ενδιαφερόντων είναι η αρχαία ελληνική επιγραφική, η ιστορία και η τοπογραφία, η μελέτη του τοπίου ως πολιτιστικού αγαθού, η προστασία, ανάδειξη και διαχείριση του πολιτιστικού αποθέματος, η θεωρία και η πολιτική του Πολιτισμού.
Συγγραφέας μονογραφιών και μεγάλου αριθμού άρθρων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων και συλλογικούς τόμους. Συνεκδότρια πέντε συλλογικών τόμων.
Διετέλεσε Ειδική Επιστημονική Σύμβουλος στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, από το 1994 έως 1997, και στο Υπουργείο Αιγαίου, από το 1997 έως το 1999.
Από τον Μάρτιο 1999 έως τον Μάρτιο 2004 υπηρέτησε ως Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού. Από το Νοέμβριο 2009 έως τον Ιανουάριο 2015, υπηρέτησε ως Γενική Γραμματέας των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού και Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Είναι παντρεμένη με τον καθηγητή Παναγιώτη Δουκέλλη. Ο γιος τους, Νικόλας Δουκέλλης, είναι νομικός με εξειδίκευση στο οικονομικό έγκλημα.
Έχει τιμηθεί:
1. Για την συμβολή της στις πολιτιστικές σχέσεις Ελλάδος και Ιταλίας, από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας με το παράσημο Commendatore (II Clase), Ordine della Stella della Solidarietà Italiana (2003).
2. Για την διαρκή στήριξη και βοήθειά της στον θρόνο του Αγίου Μάρκου, από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας με το οφφίκιο της Αρχόντισσας Θησαυροφύλακος (2014).
3. Για την συμβολή της στην προστασία του πολιτιστικού αποθέματος της Μονής του Σινά, από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου με το παράσημο του τάγματος της Αγίας Αικατερίνης (2010).
4. Για την συμβολή της στην προστασία του πολιτιστικού αποθέματος της Μεσσηνίας, από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας με τον μεγαλόσταυρο της Ιεράς Μητροπόλεως (2016).
Αντιπρόεδρος Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας -Μουσείο Γ. Ι .Κατσίγρα.
Σπούδασε Αρχιτεκτονικό σχέδιο και ψηφιδογραφία. Εργάστηκε στο ΤΕΙ Λάρισας.
Πρόεδρος του συλλόγου φίλων του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης.
Εκλεγμένη Δημοτική Σύμβουλος Λάρισας.
Η Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα. Σπούδασε ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε είκοσι χρόνια ως ψυχολόγος. Σήμερα διευθύνει την Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο, διδάσκει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και εξοικονομεί όσο περισσότερο χρόνο μπορεί για να γράφει. Το Δέκα ζωές σε μία είναι το πέμπτο μυθιστόρημά της.
Η Σταυρούλα –Βίλλυ Κ. Φωτοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα, και αποφοίτησε από το 1ο Γενικό Λύκειο της πόλης.
Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
Εργάζεται από το 1996 στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου τοποθετήθηκε ως απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.
Διαθέτει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών στη Σύγχρονη Ιστορία (ΕΚΠΑ, 2008) και στην Κοινωνική Λαογραφία (ΕΚΠΑ, 2011).
Χειρίζεται άριστα την αγγλική γλώσσα και ικανοποιητικά τη γαλλική και την ισπανική.
Είναι Διευθύντρια Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 2014. Έχει εκπροσωπήσει το Υπουργείο Πολιτισμού σε Διεθνείς Οργανισμούς (UNESCO, EE), αναφορικά με θέματα αρμοδιότητάς της.