Αθανασούλης Δημήτρης
Ράλλη Αθανασία
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
20/12/2016
Διάρκεια
55:22
Εκδήλωση
Κύκλος διαλέξεων "Μουσειο-λόγιο"
Χώρος
Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων
Διοργάνωση
Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων
Κατηγορία
Αρχαιολογία
Ετικέτες
Μουσειολόγιο, Μοριάς, σταυροφορίες, πριγκιπάτο της Αχαΐας, κάστρο "Χλεμούτσι", Κυλλήνη Ηλείας, δυναστεία de Villehardouin
Το 2009 ολοκληρώθηκε η δημιουργία της μουσειακής έκθεσης με τίτλο «Η εποχή των ιπποτών - Οι σταυροφόροι στον Μοριά» στο Κάστρο Χλεμούτσι στον Δήμο Κάστρου Κυλλήνης Ηλείας με πιστώσεις του Γ΄ ΚΠΣ (ΕΠ Πολιτισμός).
Το κάστρο, κτισμένο στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα, από τη δυναστεία των de Villehardouin, ηγεμόνων του πριγκιπάτου της Αχαΐας, αποτέλεσε το απόλυτο σύμβολο της εξουσίας τους. Το εμβληματικό Clermont υπήρξε το παλάτι των πριγκίπων, συνδυάζοντας τα πρότυπα των γαλλικών βασιλικών κάστρων και των φρουρίων της σταυροφορικής Ανατολής. Η εξαιρετική κατάσταση διατήρησης και η πρωτοποριακή αρχιτεκτονική του σύνθεση αναδεικνύουν το Χλεμούτσι σε ένα από τα σπουδαιότερα μεσαιωνικά κτήρια της Ελλάδας.
Το κάστρο αποτελείται από έναν μεγάλο εξωτερικό περίβολο με διάσπαρτα ερείπια και έναν συμπαγή, εσωστρεφή, εξαγωνικό πυρήνα, το οχυρό παλάτι, που διαμορφώνεται με σειρά διώροφων θολωτών αιθουσών γύρω από μια περίκλειστη αυλή. Στα ισόγεια υπήρχαν αποθηκευτικοί και γενικότερα βοηθητικοί χώροι. Στους ορόφους βρισκόταν η κατοικία του πρίγκιπα με τα ιδιαίτερα διαμερίσματα, το παρεκκλήσι, την μεγάλη αίθουσα υποδοχής και τα μαγειρεία. Η λειτουργία του «ανοικτού» μουσείου για την σταυροφορική Πελοπόννησο καθιστά το κάστρο κέλυφος της έκθεσης και συγχρόνως το σημαντικότερο έκθεμά της. Η επανάχρηση του μνημείου διαμορφώθηκε με τον ακόλουθο τρόπο. Ο εξωτερικός περίβολος αφέθηκε χωρίς άλλες παρεμβάσεις για να λειτουργεί ως αναπεπταμένος αρχαιολογικός χώρος που θα εισάγει τον επισκέπτη στον κόσμο του μεσαιωνικού κάστρου.
Ο θεματικός χαρακτήρας της έκθεσης, που περιορίζεται χωρικά στο πριγκιπάτο της Αχαΐας και χρονικά στην διάρκεια της σταυροφορικής παρουσίας (1205-1430), επιτρέπει την ανάπτυξη του εκθεσιακού υλικού σε ενότητες με βάση τις όψεις της ελλαδικής πολυπολιτισμικής σταυροφορικής κοινωνίας, με στόχο να προβληθεί ο βίος και ο υλικός πολιτισμός της, οι θεσμοί, οι ιδέες και οι συλλογικές νοοτροπίες της. Η εκθεσιακή αφήγηση είναι πολυκεντρική, χωρίς υποχρεωτική πορεία, ώστε η περιήγηση να διαμορφώνεται ελεύθερα, με τον επισκέπτη να μπορεί, χωρίς την απώλεια του αφηγηματικού μίτου, να ακολουθεί την δική του διαδρομή για να αισθάνεται την γοητεία της ανακάλυψης των πτυχών του μεσαιωνικού κόσμου, περιηγούμενος ελεύθερα μέσα σε ένα σταυροφορικό κάστρο. Έτσι, το βασικό σενάριο της έκθεσης οργανώνεται σε τρεις κύκλους.
Ο πρώτος πληροφορεί τον επισκέπτη για την οργάνωση και χρήση του πελοποννησιακού χώρου μετά την ίδρυση του σταυροφορικού πριγκιπάτου, για τα κάστρα, τις πόλεις και τα χωριά. Εστιάζει στο παράδειγμα της Γλαρέντζας, της σημαντικότερης πόλης του Πριγκιπάτου. Παρουσιάζει το Χλεμούτσι ως το χαρακτηριστικότερο φραγκικό κτίσμα στην Πελοπόννησο. Βασικό έκθεμα είναι το μνημειακό κέλυφος της έκθεσης, το Clermont, ένα «εμφύτευμα» της δυτικής αρχιτεκτονικής παράδοσης στην βυζαντινή πολιτισμική επικράτεια. Το περίκλειστο οχυρό συγκρότημα, χαρακτηριστικό δείγμα γαλλικού κάστρου, ήταν πριγκιπική κατοικία και σύμβολο κυριαρχίας και επίδειξης του φράγκου ηγεμόνα. Ακολουθεί η ενότητα για την γοτθική αρχιτεκτονική που εισάγεται από τους σταυροφόρους στο πελοποννησιακό τοπίο και εμπλουτίζει το μνημειακό του παλίμψηστο με γοτθικούς ναούς, οχυρώσεις και βυζαντινά μνημεία με ισχυρές δυτικές επιδράσεις. Ο πρώτος κύκλος αναπτύσσεται στις αίθουσες δίπλα στην πύλη για να ενημερώνεται έγκαιρα ο εισερχόμενος, ώστε να κατανοήσει καλύτερα το κάστρο καθώς θα το περιδιαβαίνει βλέποντας την έκθεση. Οι θολωτοί χώροι που στέγαζαν το παρεκκλήσι και την μεγάλη αίθουσα υποδοχής, διατηρούνται χωρίς αναστηλωτικές επεμβάσεις και προσφέρουν με το μέγεθός τους, ένα εντυπωσιακό παράδειγμα σταυροφορικής αρχιτεκτονικής. Πινακίδες εποπτικού υλικού σε συγκεκριμένα σημεία του κάστρου συμφύρουν την εκθεσιακή ενότητα με το ίδιο το μνημείο, επιτρέποντας στο επισκέπτη να εμπεδώσει περιηγούμενος την παρεχόμενη από την έκθεση ιστορική πληροφορία.
Ο δεύτερος κύκλος εισάγει τον επισκέπτη στον κόσμο των ιδεών, των φεουδαρχικών θεσμών και της πίστης. Η έλευση των σταυροφόρων, η ίδρυση του πριγκιπάτου και οι ηγεμόνες του, το φεουδαλικό σύστημα, η ιπποτική αρετή, ο ιππότης και η γυναίκα στην μεσαιωνική κοινωνία είναι οι υποενότητες που συγκροτούν την πρώτη ενότητα. Η δεύτερη είναι αφιερωμένη στον κόσμο της χριστιανικής πίστης και λατρείας στην λατινική εκδοχή της και στις ταφικές πρακτικές των σταυροφόρων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την θεματική τους και τα σχετικά εκθέματα (οικόσημα, εξαρτήματα ενδυμασίας, γλυπτός και ζωγραφικός διάκοσμος), οι ενότητες αναπτύσσονται στο étage noble, στον όροφο της πτέρυγας διαμονής της πριγκιπικής οικογένειας.
Κατ’ αντιδιαστολή, ο τρίτος κύκλος, που περιλαμβάνει τον κόσμο της καθημερινότητας, κοινής για Φράγκους και Ρωμιούς, την ζωή στο μεσαιωνικό σπίτι, την κουζίνα και το τραπέζι, την ψυχαγωγία μαζί με το εμπόριο, την εργασία και τα επαγγέλματα, με εκθέματα χρηστικά αντικείμενα του υλικού πολιτισμού, αναπτύσσεται στην ισόγεια αίθουσα της πτέρυγας, που λειτουργούσε αντίστοιχα ως χώρος καθημερινών δραστηριοτήτων του βοηθητικού προσωπικού του κάστρου και ως αποθήκη.
Ο μουσειογραφικός σχεδιασμός έγινε με στόχο τη διατήρηση και ανάδειξη των μορφολογικών και τυπολογικών χαρακτηριστικών του κάστρου. Η έκθεση προσφέρει στον επισκέπτη μιαν εύληπτη και συνοπτική εικόνα της σταυροφορικής Πελοποννήσου, παραπέμποντας ταυτόχρονα τους επισκέπτες στα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής. Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες ανέδειξαν άγνωστες πτυχές μιας παραγνωρισμένης εποχής, φορτισμένης αρνητικά με τον τίτλο φραγκοκρατία, ο οποίος υποδήλωνε περίοδο παρακμής υπό ξένη κυριαρχία. Η έκθεση ενσωματώνει τα νέα στοιχεία και προτείνει μια διαφορετική αφήγηση για την σταυροφορική Πελοπόννησο. Αντί για μια εποχή καταπίεσης, την αναγιγνώσκει σαν μια περίοδο εξελίξεων στο πεδίο του καθημερινού βίου και του υλικού πολιτισμού, αντιφάσεων και ανασυνθέσεων στο πεδίο των νοοτροπιών και των αναπαραστάσεων.
Η σύνδεση του Μοριά με την Δυτική Ευρώπη, η ένταξή του σε ένα δυναμικό και εξωστρεφές διεθνές σύστημα, η οικοδομική και η καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι μάρτυρες μιας δημιουργικής περιόδου, κατά την οποία Φράγκοι και Ρωμιοί συναντήθηκαν, συγκρούστηκαν αλλά και συνεργάστηκαν. Οι Δυτικοί αναζήτησαν στον Μοριά την Nova Francia, την προίκισαν με εντυπωσιακά γοτθικά κτήρια ακολουθώντας μια φθίνουσα διαδρομή από την επιβολή στην εξαφάνιση. Από την άλλη, οι Ρωμιοί γρήγορα πέρασαν από την υποταγή στην ενσωμάτωση στο φεουδαλικό σύστημα, όπως μαρτυρά το πλήθος των ορθόδοξων ναών που ανεγέρθηκαν. Συγχρόνως όμως συσπειρώθηκαν με βάση το θρησκευτικό δόγμα και την γλώσσα και ανέπτυξαν τάσεις διαχωρισμού και συνταυτισμού τους πάνω στο αντιθετικό ζεύγος Εμείς και οι Άλλοι, συνειδητοποιώντας τελικά την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα.
Μέσα στα λίγα τετραγωνικά του ανοιχτού μουσείου του πριγκιπικού κάστρου επιχειρείται να αναδειχθεί ένα ακόμη στρώμα στην στρωματογραφία του ιστορικού παλίμψηστου της Πελοποννήσου. Ανασυστήνονται συνεκδοχικά απόψεις της ελλαδικής μεσαιωνικής κοινωνίας μέσα από το αναπόφευκτα αποσπασματικό αρχαιολογικό υλικό. Η έκθεση, ως εμπράγματη δημοσίευση του κάστρου και των εκθεμάτων, έχει κατά κύριο λόγο παιδευτική διάσταση, αφού προσφέρει στοιχεία αυτογνωσίας και ταυτότητας στους μοραΐτες και αποκαθιστά την σταυροφορική περίοδο ως συνιστώσα της συλλογικής τους μνήμης και ως συστατικό στοιχείο της ιστορίας του τόπου.
Ο Δημήτρης Αθανασούλης σπούδασε αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο PARIS I (Panthéon – Sorbonne). Είναι διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Έχει εργαστεί ως αρχαιολόγος σε όλους τους νομούς της Πελοποννήσου. Από το 2007 ήταν διευθυντής στην 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με αρμοδιότητα την Αργολίδα, την Αρκαδία και την Κορινθία. Από το 2014 είναι διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια και έχει δημοσιεύσει πλήθος μελετών στο πεδίο της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας. Οι σημαντικότερες μελέτες του αφορούν στην αρχιτεκτονική των βυζαντινών ναών της Ηλείας, στην αρχιτεκτονική και στην αρχαιολογία της σταυροφορικής περιόδου στην Πελοπόννησο, στην αρχαιολογία και τοπογραφία της Βυζαντινής Κορίνθου καθώς και στην αρχιτεκτονική των βυζαντινών και σταυροφορικών κάστρων της Πελοποννήσου.
Έχει διευθύνει σημαντικές ανασκαφικές έρευνες στην Πελοπόννησο (Γλαρέντζα, Τεγέα, Ακροκόρινθος, Κόρινθος, σλαβικά νεκροταφεία κλπ.).
Έχει σχεδιάσει και διευθύνει δεκάδες ευρωπαϊκά προγράμματα αποκατάστασης και ανάδειξης κάστρων (Χλουμούτζι, Ακροκόρινθος, Ακροναυπλία, Λάρισα Άργους, Λεοντάρι, Καρύταινα, Μπούρτζι Ναυπλίου) και βυζαντινών ναών (Παναγία Στείρη, Αγία Μονή κ.ά.) στην Πελοπόννησο καθώς και το μεγάλο ψηφιακό έργο ανάδειξης των κάστρων της Αργολίδας, Αρκαδίας και Κορινθίας.
Έχει σχεδιάσει και υλοποιήσει σημαντικά μουσεία (θεματικό Μουσείο για τους Σταυροφόρους και τους Ιππότες στο Χλουμούτζι-Κάστρο Κυλλήνης και το Βυζαντινό Μουσείο της Αργολίδας) και έχει οργανώσει την μεγάλη περιοδική έκθεση Vanity στο Μουσείο Μυκόνου.
Είναι αντιπρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και πλήθους επιστημονικών Συμβουλίων και Επιτροπών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, εμπειρογνώμων αρχαιολόγος του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής Ανάδειξης Κάστρων Πυλίας και πλήθους επιστημονικών επιτροπών διεθνών συνεδρίων.
Έχει διδάξει στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Υπότροφος της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Οξφόρδη και της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Βερολίνο.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:
Απόφοιτος Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης. Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ:
Αρχαιολόγος με σχέση εργασίας ΙΔΑΧ στο Υπουργείο Πολιτισμού.
2014-σήμερα: Αρχαιολόγος (ΕΦΑ Ηλείας)
Υπεύθυνη Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων, Αρχαιολογικών Έργων. Αρμόδια για το Μουσείο Κάστρου Χλεμούτσι, το σχεδιασμό και την υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του.
2006-2014: Αρχαιολόγος (6η ΕΒΑ), αρμόδια για Ν. Ηλείας (Επιβλέπουσα έργων «Στερέωση – Αποκατάσταση Βυζαντινών Ναών Ηλείας»,
«Μουσείο Πύργου: Οργάνωση μόνιμης έκθεσης βυζαντινών και μεταβυζαντινών αρχαιοτήτων», «Δημιουργία Μόνιμης Έκθεσης σε Εσωτερικό Περίβολο Κάστρου Χλεμούτσι Ν. Ηλείας»(συνδιοργανώτρια έκθεσης).
1999-2006: Αρχαιολόγος με συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε ΚΑ'ΕΠΚΑ, Ζ' ΕΠΚΑ και 6η ΕΒΑ (ανασκαφικές εργασίες, επιβλέπουσα έργων
«Ανάπλαση – Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Κάστρου Γλαρέντζας»,
«Στερέωση – Αποκατάσταση Εισόδου και Αύλειου Χώρου εσωτερικού
περιβόλου Κάστρου Κυλλήνης (Χλεμούτσι) Ν. Ηλείας και δημιουργία εκθεσιακών χώρων».
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ – ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ (ενδεικτικά):
«Η εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση “Φρούριο” στη Γλαρέντζα» (28ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της ΧΑΕ, 5/2008).
«Λιμένας Κυλλήνης: Μια διαχρονική πύλης της ΒΔ Πελοποννήσου και οι προοπτικές της πολιτισμικής της ανάδειξης» (Θ’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών, Ναύπλιο 10/2015).
Λήμμα για μεσαιωνική κεραμική σε κατάλογο έκθεσης «Σταυροφορίες: Μύθος & Πραγματικότητα» (2004), 202.
«Αρχαιολογικός χώρος Γλαρέντζας» ΥΠΠΟ 2006 (συμμετοχή).
«Το κάστρο Χλεμούτσι αφηγείται το ταξίδι του στο χρόνο...», Ηλειακή
Πρωτοχρονιά – Ηλειακό Πανόραμα 15 (2014), 75-84.
«Η αρχαία Κυλλήνη και η μεσαιωνική Γλαρέντζα μέσα από τα κείμενα των περιηγητών», Ηλειακή Πρωτοχρονιά-Ηλειακό Πανόραμα 16 (2015), 66-73.
«Αρχαιολογικός Χώρος και Μουσείο Κάστρου Χλεμούτσι / Clermont», Αρχαιολογία και Τέχνες 121 (8/2016).