Μπούτης Αναστάσιος
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
27/06/2011
Διάρκεια
13:40
Εκδήλωση
9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Κλινικής Κυτταρολογίας
Χώρος
Ξενοδοχείο The Westin Athens Astir Palace
Διοργάνωση
Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Κυτταρολογίας
Κατηγορία
Ογκολογία
Η εφαρμογή της συμπληρωματικής (επικουρική, adjuvant) θεραπείας στον πρώιμο καρκίνο του μαστού αποσκοπεί στην πρόληψη και την καθυστέρηση της εμφάνισης υποτροπής της νόσου. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται αύξηση του ελεύθερου νόσου διαστήματος και της ολικής επιβίωσης. Υπολογίζεται ότι 10-30% των όγκων με αρνητικούς μασχαλιαίους λεμφαδένες και 35-90% των όγκων με διηθημένους λεμφαδένες εμφανίζουν μικρομεταστατική νόσο, η οποία δυνητικά οδηγεί σε απώτερη εμφάνιση υποτροπής.
Η συμπληρωματική θεραπεία είναι είτε συστηματική (χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, βιολογικές θεραπείες) είτε τοπικοπεριοχική (ακτινοθεραπεία). Η επιλογή της συστηματικής συμπληρωματικής θεραπείας γίνεται με βάση καθιερωμένους προβλεπτικούς και προγνωστικούς παράγοντες που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά της ασθενούς (ηλικία, γενική κατάσταση, συνοσηρότητα) και του πρωτοπαθούς όγκου (ΤΝΜ στάδιο, διαφοροποίηση, ορμονικοί υποδοχείς).
Ο προσδιορισμός των ορμονικών υποδοχέων με ανοσοϊστοχημική μέθοδο αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα επιλογής επικουρικής θεραπείας. Η εκτίμηση του κινδύνου υποτροπής της νόσου και του προσδοκώμενου οφέλους από την επικουρική συστηματική θεραπεία υπολογίζεται με βάση τους προγνωστικούς παράγοντες και συχνά με τη βοήθεια διαδικτυακών βάσεων δεδομένων, όπως το www.adjuvantonline.com, αλλά και τις κατευθυντήριες οδηγίες διεθνών επιστημονικών φορέων (ASCO, ESMO, NCCN).
Η συμπληρωματική ορμονοθεραπεία του καρκίνου του μαστού περιλαμβάνει την ταμοξιφένη, η οποία χορηγείται ως θεραπεία εκλογής στις προεμμηνοπαυσιακές ασθενείς μόνη ή σε συνδυασμό με ανάλογα LHRH και τους αναστολείς αρωματάσης. Η χορήγηση ταμοξιφένης για 5 έτη μετεγχειρητικά αποδεδειγμένα ελαττώνει τον ετήσιο κίνδυνο υποτροπής κατά 41% και τον ετήσιο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο μαστού κατά 34%.
Η χορήγηση αναστολέων αρωματάσης στις μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς οδηγεί σε σημαντική αύξηση της ελεύθερης νόσου επιβίωσης χωρίς ωστόσο στατιστικά σημαντική διαφορά στην ολική επιβίωση σε σχέση με την ταμοξιφένη. Γενικά συστήνεται η συμπληρωματική ορμονοθεραπεία των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών να περιλαμβάνει και αναστολείς αρωματάσης είτε εξαρχής είτε μετά από 2-3 ή 5 έτη ταμοξιφένη.
Η συμπληρωματική χημειοθεραπεία περιλαμβάνει σχήματα με ανθρακυκλίνη και ταξάνες. Η επιλογή του θεραπευτικού σχήματος γίνεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ασθενούς και του όγκου, ενώ τα τελευταία χρόνια δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατηγοριοποίηση του καρκίνου του μαστού με βάση τη μοριακή υπογραφή (luminal A/B, basal, HER2+).
Σύγχρονο εργαλείο προς την κατεύθυνση αυτή αποτελούν τα νέα γονιδιακά τεστ όπως το Oncotype-Dx και το MammaPrint, που αποδίδουν με μεγάλη ακρίβεια το ποσοστό οφέλους της ασθενούς από τη συμπληρωματική χημειο- και ορμονοθεραπεία.
Τέλος όσον αφορά τους στοχευτικούς παράγοντες, το trastuzumab αποτελεί τη βάση της συμπληρωματικής θεραπείας σε όλες τις HER2 θετικές γυναίκες και χορηγείται συνολικά για ένα χρόνο αρχικά σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία ή ορμονοθεραπεία και στη συνέχεια ως θεραπεία συντήρησης.
Στα επόμενα 2 χρόνια αναμένονται τα αποτελέσματα νέων μελετών για την προσθήκη άλλων βιολογικών παραγόντων, όπως το lapatinib και το bevacizumab, στην καθιερωμένη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου του μαστού. Σε κάθε περίπτωση ο σχεδιασμός της συμπληρωματικής θεραπείας αποτελεί απόφαση στην οποία πρέπει απαραίτητα να συνεκτιμώνται όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ασθενούς και να είναι εξατομικευμένος.
Ο Αναστάσιος Μπούτης είναι Κλινικός Ογκολόγος. Απόφοιτος της Ιατρικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ο κ Μπούτης ειδικεύθηκε στην κλινική παθολογία τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία (Ογκολογική-Ακτινοθεραπευτική Κλινική του Νοσοκομειακού Συγκροτήματος Όφφενμπαχ, παραρτήματος του Πανεπιστημίου Γιόχανν-Βόλφγκανγκ-Γκαίτε της Φραγκφούρτης). Η διδακτορική διατριβή του είχε ως θέμα «In vitro και in vivo επιδράσεις της ακτινοβολίας σε συνδυασμό με αναστολείς των κυκλινοεξαρτώμενων κινασών στον κυτταρικό κύκλο και την απόπτωση».
Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα συνεδρίων και έχει πλήρεις δημοσιεύσεις σε πάνω από 10 ιατρικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει στη συγγραφή 2 ελληνικών και 1 ξενόγλωσσου βιβλίου με θέματα στο πεδίο της ογκολογίας και είναι μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών.