Σιφναίου Ευρυδίκη
Genç Mehmet
Μπαλτά Ευαγγελία
Γλώσσα
Αγγλική, Τουρκική (με παράλληλη αγγλική μετάφραση)
Ημερομηνία
16/12/2014
Διάρκεια
01:29:19
Εκδήλωση
Κύκλοι διαλέξεων στο Σισμανόγλειο Μέγαρο
Χώρος
Σισμανόγλειο Μέγαρο, Κωνσταντινούπολη
Διοργάνωση
Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη
Κατηγορία
Εθνολογία, Ιστορία
Ετικέτες
Μεσόγειος, ελαιόλαδο, ελιά, λάδι, διατροφή, μεσογειακή δίαιτα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λέσβος, Μυτιλήνη, Κρήτη, Αϊδίνι, Αϊβαλί, Ισταμπούλ
Η εκδήλωση με τον τίτλο «Μεσογειακό λάδι : Φωτίζοντας, αρτύοντας, καλλωπίζοντας» έγινε στο Σισμανόγλειο Μέγαρο της Κωνσταντινούπολης, στο πλαίσιο του κύκλου ομιλιών «Μεσογειακή δίαιτα. Μύθοι και πραγματικότητες, τότε και τώρα»
Μεσογειακό λάδι : Φωτίζοντας, αρτύοντας, καλλωπίζοντας
Σύνοψη της εισαγωγικής ομιλίας της Ιστορικού Ευαγγελίας Μπαλτά, υπεύθυνης της διοργάνωσης
Η Μεσόγειος και στις δυο λεκάνες της αποτελεί ζώνη καλλιέργειας της ελιάς με το λάδι να συνιστά στη μεσογειακή τριλογία άρτος – οίνος - έλαιον ένα από τα βασικά είδη διατροφής και σήμερα το must της μεσογειακής δίαιτας. Ωστόσο κατά την αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους, όπως αποφαίνονται ιστορικοί των περιόδων αυτών, το λάδι συνιστούσε σχεδόν είδος πολυτελείας και πρώτιστα χρησιμοποιούνταν στη λατρεία, την ιατρική και την υγιεινή, τον καλλωπισμό και ακολούθως χρησίμευε ως μέσον φωτισμού και διατροφής. Στα χρόνια της οθωμανικής περιόδου εστιάζοντας στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, όσο μπορώ να γνωρίζω από την έρευνα που παρακολουθώ, η εικόνα οργάνωσης και λειτουργίας του χώρου με κύρια παράμετρο την ελαιοκαλλιέργεια και τη χρήση του λαδιού δεν ήταν πάντα δεδομένη όσο η σημερινή εικόνα θα μας παρέσυρε να πιστεύουμε. Στις ιστορικές μελέτες που έχουν πεδίο παρατήρησής τους την Ανατολική Μεσόγειο, από την Κρήτη ώς την Προποντίδα και τη θάλασσα του Μαρμαρά ή από την Καλλίπολη ώς την Συροπαλαιστίνη διαφαίνεται το πυκνό παιχνίδι που πλέκουν γύρω από την ελιά το κλίμα, στις μακρές διάρκειες το καθεστώς ιδιοκτησίας, η πολιτική εξουσία, οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, η δημογραφία, ο κανονιστικός λόγος της ορθόδοξης εκκλησίας, της διαιτητικής, της ιατρικής, η τεχνική καθυστέρηση κλπ. Παράλληλα, εξαιρετική είναι η συμβολή των εθνολόγων στην έρευνα της παραδοσιακής ελαιοκομίας (προβιομηχανική αγροτική), στον ρόλο του λαδιού στη διατροφή, την ιατρική και γαστρονομία. Και βεβαίως εξαιρετικά δυναμική η παρουσία της μουσειολογίας. Αρχιτέκτονες αποκαθιστούν παλαιά κτίρια για αναχρησιμοποίησή τους σε πολιτιστικές δραστηριότητες, μουσειολόγοι προτείνουν οργάνωση ανοιχτών μουσείων και παιδαγωγοί παρουσιάζουν τα αποτελέσματα από σύγχρονου τύπου εκπαιδευτικά προγράμματα σε εργασιακούς χώρους. Πολύ επιγραμματικά αυτή είναι η εικόνα της μέχρι τώρα έρευνας στην Ελλάδα για το λάδι και το σαπούνι, και χαίρομαι ιδιαίτερα που η φίλη Prof. Dr. Emine Naskali (Marmara University) ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει έναν τόμο για το λάδι, ζητώντας συμβολές. Λείπει όντως ένας παρόμοιος τόμος στην τουρκική βιβλιογραφία. Στην Ελλάδα διοργανώθηκαν διεθνή συνέδρια για την ελιά και το λάδι και κυκλοφόρησαν λαμπροί τόμοι με μελέτες αρχαιολόγων, ιστορικών, οικονομολόγων, εθνολόγων, αρχιτεκτόνων, μουσειολόγων, που συνεργάστηκαν για να γίνουν μουσεία παλιά ελαιουργεία και σαπουνοποιεία.
Ο εφοδιασμός της Ισταμπούλ με λάδι
Σύνοψη της ομιλίας του Mehmet Genç, επίτιμου διδάκτορα του Istanbul Univerisity
Η Ισταμπούλ, ως πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, είχε ιδιαίτερη μεταχείριση σε θέματα ανεφοδιασμού της. Το παλάτι, ο στρατός της Πύλης και ο πολυπληθής λαός συνιστούσαν έναν μεγάλο πληθυσμό σε μια πόλη, η οποία ήταν αδύνατον να καλύψει τις ανάγκες της από τις εγγύς σε αυτήν περιοχές. Ο τακτικός ανεφοδιασμός της Ισταμπούλ με άφθονα και φθηνά προϊόντα ήταν άκρως πρωτεύον σημασίας ζήτημα για την κεντρική εξουσία, η οποία επιζητούσε τη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής τάξης. Γι’ αυτόν τον λόγο η κεντρική διοίκηση προσπαθούσε να εξασφαλίζει άφθονα και φθηνά καταναλωτικά προϊόντα ακολουθώντας πολιτικές, όπως η απαγόρευση των εξαγωγών, ο έλεγχος των τιμών και η χορήγηση άδειας για τη διακίνηση των ειδών πρώτης ανάγκης στο εσωτερικό της χώρας. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονταν ως είναι επόμενο και στην προμήθεια του λαδιού και του σαπουνιού και οι συντεχνίες των ελαιοπαραγωγών και των σαπωνοποιών παραπονούνταν συχνά για το μονοπωλιακό καθεστώς που επέβαλλε το κράτος στα προϊόντα τους. Οι περιοχές που ανεφοδίαζαν την πρωτεύουσα με λάδι και σαπούνι ήταν η Σμύρνη, η Κρήτη, η Μυτιλήνη, το Αϊβαλί, το Αδραμύττι, τα παράλια της Προποντίδας, το Κεμέρ Εντρεμίτ (Burhaniye), τα Μοσχονήσια, το Αγιασμάτι (Altinova), τα Βρύουλα (Urla) κλπ. Τα προϊόντα μεταφέρονταν στην Ισταμπούλ δια θαλάσσης. Σύμφωνα με αρχειακά στοιχεία κατά περιόδους εναλλάσσονται οι επαρχίες που εμφανίζονται πρώτες από άποψη ποσοτήτων λαδιού και σαπουνιού στον κατάλογο ανεφοδιασμού. Όσον αφορά την ποσότητα, μεταξύ των ελαιοπαραγωγικών κέντρων που ανεφοδιάζουν την Ισταμπούλ, πρωτεύουσα θέση κατέχουν η Κρήτη, η Μυτιλήνη και το Aϊδίνι.
Τεχνογνωσία λαδιού και σαπουνιού. ‘Περιπατητικές’ πολιτιστικές αξίες στις δύο πλευρές του Αιγαίου
Σύνοψη της ομιλίας της ιστορικού Ευρυδίκης Σιφναίου
Η ανακοίνωση ασχολείται με τις κοινές πρακτικές καλλιέργειας και τη μεταφορά της τεχνογνωσίας της ελαιοπαραγωγής στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Παρουσιάζει τη συνεχή ροή των πληροφοριών που υπήρχε στους παράκτιους πληθυσμούς σχετικά με τις μεθόδους καλλιέργειας των ελαιώνων, την εξαγωγή ελαιόλαδου, την παραγωγή του σαπουνιού και την εμπορευματοποίηση της παραγόμενης ποσότητας. Η διαδικασία αυτή ενισχύονταν από την ύπαρξη μιας ενοποιημένης αγοράς στις δύο πλευρές του Αιγαίου κατά την οθωμανική περίοδο, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920. Την τεχνογνωσία που προέκυψε από τη σταθερή καθημερινή επικοινωνία και τις επιχειρηματικές πρακτικές την ορίζουμε "περιπατητική" πολιτιστική αποσκευή της σιωπηρής γνώσης. Αποτελεί διάσπαρτη κληρονομιά στους παράκτιους πληθυσμούς την οποία αξιοποιούν ακόμη και όταν ιστορικοί και πολιτικοί παράγοντες δίχαζαν την κοινή αγορά. Επιχειρηματίες από τα παράλια "εξήγαν" την τεχνογνωσία τους, όταν μετανάστευσαν σε τρίτες χώρες και δημιουργούσαν θέσεις εργασίας που σχετίζονταν με την αποκτηθείσα εμπειρία και τα προσόντα τους.
Η Ευρυδίκη (Ρούρα) Σιφναίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957 και έφυγε από κοντά μας το 2015. Καταγωγή της και σημείο επιστροφής παρέμεινε στη διάρκεια της ζωής της η Μυτιλήνη. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στην Αθήνα (Φιλοσοφική Σχολή) και ιστορία στο Παρίσι (École des Hautes Études en Sciences Sociales). Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με θέμα την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Λέσβου στο 19ο αιώνα. Έζησε και εργάστηκε για τέσσερα χρόνια στη Νικαράγουα της Κεντρικής Αμερικής. Το 1994 έγινε διδάκτωρ Ιστορίας στην École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι. Από το 1996 εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών όπου και έγινε Διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών.
Μελέτησε την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου και την Ιστορία της ελληνικής Διασποράς. Ερεύνησε ανέκδοτα λεσβιακά αρχεία της οθωμανικής περιόδου, βιομηχανικά και ιδιωτικά αρχεία και συνεργάστηκε με άλλους επιστήμονες για τη διάσωση τους. Επιμελήθηκε το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς στην Αγία Παρασκευή Λέσβου (2006) και το Ελαιοτριβείο-Μουσείο Βρανά της Εταιρίας Αρχιπέλαγος στον Παπάδο Γέρας (2009). Στη διάρκεια της καριέρας της συμμετείχε σε πάνω από είκοσι (20) ελληνικά, μεσογειακά και ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αφιέρωσε στο ερευνητικό πρόγραμμα που σχεδίασε μαζί και συνδιηύθυνε με τη Τζελίνα Χαρλαύτη με θέμα "Μαύρη Θάλασσα και πόλεις λιμάνια από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα. Ανάπτυξη, σύγκλιση και διασυνδέσεις με την παγκόσμια οικονομία", «ΘΑΛΗΣ», 2012-2015. Το πρόγραμμα αυτό έθεσε τα θεμέλια συστηματικής αρχειακής έρευνας, επιστημονικής επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ 95 ιστορικών από πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα της Ουκρανίας, Ρωσίας, Γεωργίας, Τουρκίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Μολδαβίας, Ισραήλ, Νορβηγίας, Ιταλίας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Ευρυδίκη Σιφναίου ήταν μια διεθνώς αναγνωρισμένη ιστορικός. Έλαβε υποτροφίες από το Business School του Harvard University, από το Institute for Advanced Study, School for Historical Studies, του Princeton University και από το Jordan Center for Advanced Study of Russia, του New York University. Δημοσίευσε σε διεθνώς αναγνωρισμένα και έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, και διεξήγαγε έρευνα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έγραψε πενήντα (50) επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και βιβλία. Από το 1995 έως το 2015 συμμετείχε σε πενήντα-πέντε (55) συνέδρια στην Ελλάδα, στην Ουκρανία, στη Ρωσία, στη Ρουμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έδωσε σεμινάρια και διαλέξεις στα Πανεπιστήμια Princeton και Yale, στο City University της Νέας Υόρκης, στο New York University, στην École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Συνέγραψε δέκα βιβλία: 1) Λέσβος. Οικονομική και κοινωνική ιστορία (1840-1912), Αθήνα, 1996, 2) Αρχεία Βιομηχανικών Επιχειρήσεων. Ζητήματα Διαχείρισης. Πρακτικά Σεμιναρίου Ευρωπαϊκού προγράμματος "Leonardo ‘95", Τετράδια Εργασίας 21, Αθήνα 1998, (με Χριστίνα Αγριαντώνη), 3) Άρωμα σαπουνιού. Ετικέτες, σφραγίδες και κασετίνες σαπουνιών από πλωμαρίτικα και λεσβιακά σαπωνοποιεία, 1890-1950, Aθήνα, 2000, 4) Ενθύμιον Σαπωνοποιίας Λέσβου, Αθήνα, 2002, (με Ν. Σηφουνάκη και Γ. Κουτσουρίδη), 5) Βιομηχανία και κοινοτισμός. Η «μηχανή του Κοινού» στην Αγία Παρασκευή Λέσβου, Αθήνα, Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, 6) Έλληνες έμποροι στην Αζοφική. Η δύναμη και τα όρια της οικογενειακής επιχείρησης, ΕΙΕ, 2009, 7) Το Ημερολόγιο του Γεωργίου Κούμπα, 1871-1891. Έμποροι, παράδοση και νεοτερικότητα στον Δούναβη, Αθήνα 2013, 8) Οι Έλληνες της Αζοφικής τον 19ο αι. Νέες προσεγγίσεις στην Ιστορία των Ελλήνων της Νοτίου Ρωσίας, Αθήνα, 2015, (με Τζελίνα Χαρλαύτη) 9), Port-Cities of the Νorthern Shore of the Black Sea: Institutional, Economic and Social Development, 18th – early 20th Centuries, Black Sea Working Papers, vol. 2, Κέρκυρα 2016, (με Oksana Iurkova και Valentina Shandra) και 10) Imperial Odessa: Peoples, Spaces, Identities, Brill Publishers, Leiden, Ολλανδία 2017.
Ο Mehmet Genç γεννήθηκε στο Arhavi του νομού Artvin. Φοίτησε στο Λύκειο του Haydarpaşa το 1953 και συνέχισε τις σπουδές του στο τμήμα Διοίκησης και Οικονομικών (Siyasal Bilgiler Fakültesi) του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, όπου αποφοίτησε το 1958. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα εργάστηκε στη Νομαρχία της Άγκυρας και υπηρέτησε ως καϊμακάμης στον καζά του Şereflikoçhisar. Το 1960 ξεκίνησε σπουδές του στο τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου της İstanbul και εργάστηκε ως βοηθός / επίκουρος καθηγητής υπό την εποπτεία του Ömer Lütfî Barkan στο “Ίδρυμα Τουρκικής Οικονομικής Ιστορίας”. Από το 1965 μέχρι και το 1982 εργάστηκε στο “Ίδρυμα Τουρκικής Οικονομικής Ιστορίας” ως ειδήμων στον τομέα της Οικονομικής Ιστορίας. Το 1983 άρχισε να διδάσκει ‘Οικονομική Ιστορία’ και ‘Μεθοδολογία της Ιστορίας’ στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Marmara. Από το 1973 συμμετείχε σε αρκετά διεθνή και εγχώρια συνέδρια στο πεδίο/τομέα της ‘Οθωμανικής Οικονομικής Ιστορίας’. Κατά την διάρκεια της τριετίας 1985-1988 εργάστηκε ως σύμβουλος του (κρατικού) καναλιού TRT και συμμετείχε σε αρκετές πολιτιστικές και επιστημονικές συζητήσεις. Μετά τη συνταξιοδότησή του, το 2002, συνέχισε να διδάσκει στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της İstanbul, μαθήματα Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών σε φοιτητές μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου.
Το 1996 απέκτησε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στον τομέα της ‘Κοινωνιολογίας’ και ‘Μεθοδολογίας’ του Πανεπιστημίου της İstanbul. Έχει γράψει πληθώρα άρθρων τα οποία έχουν δημοσιευτεί στα τουρκικά, αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά. Ο Mehmet Genç κυκλοφόρησε το 2000, το βιβλίο “Κράτος και Οικονομία στην οθωμανική αυτοκρατορία” και του απονεμήθηκε το βραβείο «Fikir Dalında» από την Ένωση Τούρκων Συγγραφέων. Το 2001 με το ίδιο βιβλίο κέρδισε το ειδικό βραβείο "Aydın Doğan Vakfı".
H Ευαγγελία Μπαλτά γεννήθηκε στην Καβάλα το 1955. Σπούδασε στο Ιστορικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1973-77) με υποτροφια ΙΚΥ και με υποτροφία του Ιδρύματος ''Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης'' συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη (Paris I-Sorbonne) και Ecole Pratique des Hautes Etudes IV Section (1980-1983). Έγινε διδάκτορας της οθωμανικής ιστορίας το 1983. Εργάστηκε στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, 1979), στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (1978, 1984-1987) και δίδαξε στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κατά τα δυο πρώτα χρόνια της ίδρυσης του (Κέρκυρα, 1985-1987). Από το 1987 εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας των οθωμανικών χρόνων και στη μελέτη του μικρασιατικού ελληνισμού. Παράλληλα με τα ερευνητικά της καθήκοντα σε προγράμματα του ΕΙΕ εργάστηκε ως επιστημονικός σύμβουλος για την ίδρυση του Μουσείου Ελιάς (Σπάρτη), του Μουσείου Λαδιού (Μυτιλήνη), τα Μουσεία Οίνου (κτήμα Χατζημιχάλη) και κτήμα Γεροβασιλείου (Επανομή). Ήταν επιστημονική υπεύθυνος στην αναστήλωση και αποκατάσταση του ΚAYAKAPI στο Urgup της Τουρκίας (Project Kayakapi, 2002-2008). Προσκεκλημένη από πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού δίδαξε σε σεμιναριακούς κύκλους μαθημάτων.
Ιδρυτικό μέλος της συντακτικής ομάδας του ΟΙΝΟΝ ΙΣΤΟΡΩ, διοργάνωσε επτά συνέδρια (2000-2008). Από τo 2008 διοργανώνει Διεθνείς Επιστημονικές Συναντήσεις για τις Καραμανλίδικες Σπουδές και από το 2011 διδάσκει στο Intensive Ottoman and Turkish Summer School of Harvard University's Department of Near Eastern Languages and Civilizations (Cunda Adasi-Ayvalik). Είναι μέλος εκδοτικών επιτροπών σε ιστορικά περιοδικά της Ελλάδας και της Τουρκίας.