Biagi Paolo
Ευστρατίου Νίκος
Γλώσσα
Αγγλική
Ημερομηνία
09/06/2017
Διάρκεια
51:12
Εκδήλωση
Παλαιολιθικό σεμινάριο
Χώρος
Κεντρικό κτίριο ΕΚΠΑ
Διοργάνωση
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας - Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας - Πανεπιστήμιο Κρήτης
Κατηγορία
Αρχαιολογία
Ετικέτες
Παλαιολιθικό σεμινάριο, Πίνδος, νομός Γρεβενών, μέση παλαιολιθική εποχή, ανώτερη πλειστόκαινος εποχή, μουστέρια τεχνοπολιτισμική παράδοση, καταγωγή και εξέλιξη του ανθρώπου, άνθρωπος του Νεάντερταλ
Η ομιλία αυτή αποτελεί προϊόν συνεργασίας του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ca' Foscari της Βεντείας, Paolo Biagi, και του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκου Ευστρατίου. Επειδή ο κ. Ευστρατίου, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση του "Παλαιολιθικού Σεμιναρίου", το σύνολο της ομιλίας διαβάστηκε από τον καθηγητή Biagi.
Σύνοψη
Το Πρόγραμμα Προϊστορικής Ερευνας της Πίνδου στο βορειοδυτικό ορεινό τμήμα του νομού Γρεβενών ξεκίνησε το 2002 με αντικείμενο τον εντοπισμό αρχαιολογικών ενδείξεων και ευρημάτων στην περιοχή που οριοθετείται από τους βλάχικους οικισμούς της Σαμαρίνας, Σμίξης, Αβδέλλα και Περιβόλι και τα κουπατσάρικα χωριά Πολυνέρι, Φιλιππαίοι και Πανόραμα. Ο χώρος της έρευνας περιελάμβανε τμήματα του Σμόλικα και της Βασιλίτσας που ξεπερνούν σε υψόμετρο τα 2.000 μέτρα, τα ποτάμια Σαμαρινιώτικο και Φιλιππιώτικο όπως και τις ενδιάμεσους ορεινούς όγκους που φτάνουν τα 1.800 μέτραυψόμετρο. Πρόκειται για μια περιοχή με τη δική της ‘εθνογραφία’ και ‘ανθρωπολογία’ αφού είναι γνωστό ότι είχε αποτελέσει το χώρο εντυπωσιακής - για τις αρχές του εικοστού αιώνα - επιτόπιας έρευνας και καταγραφής από τους Wace και Thompson στο βιβλίο τους ‘οι νομάδες των Βαλκανίων’. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ιστορικός N. Hammond περιλαμβάνει την ιστορία και ανθρωπογεωγραφία της περιοχής στις γλαφυρές περιγραφές για τη δυτική Μακεδονία, με πολύτιμες για κάθε ερευνητή τοπογραφικές πληροφορίες.
Το ρίσκο της ερευνητικής αυτής επιλογής ήταν ότι με βάση τη μέχρι τότε ελληνική αρχαιολογική εμπειρία οι πιθανότητες ύπαρξης αρχαιοτήτων οποιασδήποτε εποχής σε υψόμετρα πάνω από τα 1.000 μέτρα ήταν από ελάχιστες ως μηδενικές. Από την άλλη πάλι μεριά η εντυπωσιακή ανυπαρξία αρχαιολογικής αλλά και ιστορικής γνώσης για τα ελληνικά βουνά για τον χρόνο και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες αυτά ‘ανθρωπογενοποιήθηκαν’ (anthropization), συνιστούσε ένα ενδιαφέρον ερώτημα και μοναδική ερευνητική πρόκληση. Οι υποθέσεις που υπήρχαν ήταν πολλές αλλά τα αρχαιολογικά δεδομένα παρέμεναν ελάχιστα και αποσπασματικά. Ενδεικτικό ένα μόνο παράδειγμα που απασχολεί την έρευνα. Πότε ξεκινά η συστηματική κτηνοτροφική εκμετάλλευση των βουνών από νομαδικές ομάδες σαν αυτές που στα ιστορικά χρόνια θα σημαδέψουν τις ορεινές περιοχές της Ελλάδας; Στα νεολιθικά χρόνια, στην εποχή του Χαλκού ή σε ιστορικές περιόδους; Η γκάμα των ευρημάτων μας αν και ενδεικτική είναι εντυπωσιακή: στον ίδιο αλπικό χώρο συνυπάρχουν οι παλαιολιθικές αιχμές κυνηγιού του 60.000 με τον μηλιακό οψιανό και τις αιχμές της εποχής του Χαλκού.
Έχοντας αποκλείσει από την αρχή και για ευνόητους λόγους την πιθανότητα εντοπισμού αρχιτεκτονικών λειψάνων, ιστορικών και πολύ περισσότερο προϊστορικών χρόνων (Νεολιθικής, εποχής του Χαλκού) σε υψόμετρα πάνω από τα 1.500 μέτρα, το ενδιαφέρον μας στράφηκε στην αναζήτηση κάθε είδους άλλων ενδείξεων που θα μπορούσαν να μαρτυρούν ανθρώπινες δραστηριότητες κάθε είδους σε τέτοια ακραία περιβάλλοντα: ένα βράχο που θα προφύλασσε από τον βοριά, μια φωτιά που άναψε μια ομάδα παλαιολιθικών ή μεσολιθικών κυνηγών και τροφοσυλλεκτών για να ζεσταθεί ή να μαγειρέψει, μια αλπική λίμνη για να πιει νερό κλπ. Ωστόσο και μια τέτοια αρχική εκτίμηση δεν στηριζόταν απολύτως πουθενά και σε κανένα αρχαιολογικό δεδομένο αφού μέχρι σήμερα τέτοια υψόμετρα στον ελλαδικό χώρο δεν είχαν δώσει καμία ένδειξη μιας απτής ‘αρχαιολογίας’ του. Αντίθετα, η αντίστοιχη εικόνα περιοχών της Ιταλίας και της κεντρικής Ευρώπης όπου η λεγόμενη ‘αλπική αρχαιολογία’ είχε μακρά και πετυχημένη ερευνητική πορεία με την αποκάλυψη μεγάλου αριθμού πρώιμων προϊστορικών θέσεων και τη διενέργεια ανασκαφών, ήταν εξαιρετικά πλούσια.
Η παλαιολιθική έρευνα στη Σαμαρίνα επέτρεψε μέσα από μια σχεδόν ιδιοτροπία του συγκεκριμένου χώρου (εξαιρετική ορατότητα αρχαιολογικού υλικού, ελάχιστες σύγχρονες δραστηριότητες) να παρακολουθήσουμε αυτό που καθ’ υπερβολή θα ονομάζαμε ‘παλαιολιθική καθημερινότητα’ μια ομάδας κυνηγών Νεάντερνταλ στο χώρο της Πίνδου κάπου ανάμεσα στο 70.000-60.000 χρόνια πριν από σήμερα. Να μπορούμε να καταγράψουμε τις ημερήσιες διαδρομές τους από την κατασκήνωσή τους στους χώρους προμήθειας των πρώτων υλών για την κατασκευή των εργαλείων τους και την επιστροφή τους πάλι πίσω. Αλλά και τους χώρους του κυνηγιού τους ψηλά στον Σμόλικα, τα σημεία που έστηναν ενέδρες στα θηράματά τους και εκεί που σταματούσαν να φτιάξουν τα εργαλεία τους.
Όλα δείχνουν ότι η ζωή στον Ελλαδικό χώρο στα προϊστορικά χρόνια ποτέ δεν σταματούσε στα 1.000 ή τα 1.500 μέτρα ή ακόμα και στα 2.000 μέτρα υψόμετρο. Το ορεινό τοπίο, αντίθετα με τους από μια πρώτη ματιά εμφανείς περιβαλλοντικούς και άλλους περιορισμούς του, μας οδηγεί σε νέες και ενδιαφέρουσες προκλήσεις που μέσα πάντα από τις επιτόπιες έρευνες -τις ιδιαιτερότητες και τις ανατροπές τους- διαμορφώνουν διεπιστημονικές συνθέσεις και αναθεωρούν πολλά ερμηνευτικά στερεότυπα για τον ελλαδικό χώρο.
O Paolo Biagi σπούδασε στο τμήμα Κλασικής Φιλολογίας Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, από όπου αποφοίτησε το 1972 με ειδίκευση στην Παλαιοεθνολογία. Εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή στην Προϊστορική Αρχαιολογία στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου το 1981. Θήτευσε ως Έφορος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Μπρέσια, μεταξύ 1978 και 1981. Εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Γένοβα από το 1981 έως το 1988. Εκλέχθηκε Αναπληρωτής Καθηγητής Παλαιοεθνολογίας το 1988, και από το 2002 έως σήμερα είναι Καθηγητής Προϊστορίας και Πρωτοιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari της Βενετίας.
Κριτής για τα περιοδικά Radiocarbon, Journal of Anthropological Archaeology, Arabian Archaeology and Epigraphy, Journal of Field Archaeology, Antiquity, Quaternary International, και για βιβλία των εκδόσεων Springer και Elsevier. Συγγραφέας 340 μελετών για την προϊστορία της Ευρώπης, της Μέσης και της Εγγύς Ανατολής. Επισκέπτης καθηγητής ή ερευνητικός εταίρος στα: Department of Archaeology, Ljubljana University (1995), Department of Anthropology, Berkeley University (1997).
Έχει λάβει μέρος σε έρευνες και ανασκαφές στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, και έχει διευθύνει την Ιταλική Αρχαιολογική Έρευνητική Αποστολή στο Ομάν και στο Sindh. Έλαβε χρυσό μετάλλιο από το Πανεπιστήμιο Shah Abdul Latif για τη συνεισφορά του στην αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή. Συνεργάζεται μέχρι σήμερα με πλήθος πανεπιστημίων στη Μέση Ανατολή και την Αραβική χερσόνησο.
Ο Νίκος Ευστρατίου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκανε μεταπτυχιακές σπουδές (Μ.Α) στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Bedford College) πάνω σε θέματα προϊστορίας της Ελλάδας και της Μ. Ανατολής με έμφαση στη Mινωϊκή και Μυκηναϊκή αρχαιολογία, τη Νεολιθική του Ελλαδικού Χώρου, την Κυπριακή Προϊστορία, την Προϊστορία της Ανατολίας και την Εθνοαρχαιολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα (PhD) από το Institute of Ar¬chaeology του ίδιου Πανεπιστημίου το 1983 με θέμα "Agios Petros - A Neolithic site in Northern Sporades. Aegean relationships during the Neolithic of the 5th millennium BC". Δούλεψε ως αρχαιολόγος στην ΙΘ’ ΕΠΚΑ Κομοτηνής και το 1988 εκλέγεται στη θέση του Λέκτορα της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και το 2008 στη θέση του Καθηγητή.
Οι ερευνητικές του δραστηριότητες αφορούν έρευνες πεδίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό με ανασκαφικά, εθνοαρχαιολογικά και γενικότερα αρχαιολογικά αντικείμενα και ενδιαφέροντα. Πρόκειται συνήθως για μακροχρόνιες ερευνητικές δραστηριότητες τις οποίες σχεδίασε και διηύθυνε ο ίδιος ή σε συνεργασία με συναδέλφους του. Στις αρχαιολογικές του έρευνες ανήκουν με χρονολογική σειρά:
i. η ανασκαφή στο Νεολιθικό οικισμό της Μάκρης στη Θράκη (1988-2008),
ii. το Εθνοαρχαιολογικό Πρόγραμμα στην Ορεινή Ροδόπη (1986-1999),
iii. οι Επιφανειακές Ερευνες στην Πεδιάδα της Ροδόπης (1992-2000),
iv. το Ελληνοισπανικό Ερευνητικό Πρόγραμμα στην Καταλονία της Ισπανίας (2002),
v. το Προϊστορικό Αρχαιολογικό Πρόγραμμα στο ΒΔ Τμήμα του Ν. Γρεβενών (2003-),
vi. οι Εθνοαρχαιολογικές έρευνες στο Σουλτανάτο του Ομάν (2005-2008),
vii. η ανασκαφή στην προ-νεολιθική εγκατάσταση’ Ούριακος’ στη Λήμνο (2009-) και
viii. το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα Κύπρου (ανασκαφή στην επι-παλαιολιθική θέση Αγ. Ιωάννης/Βρέτσια-Ρουδιάς στο Τρόοδος) (2009-).
Η στροφή των ερευνητικών του ενδιαφερόντων τα τελευταία χρόνια σε περιοχές εκτός Ελλάδος τον οδήγησαν στο σχεδιασμό Ερευνητικών Προγραμμάτων με αντικείμενο την προϊστορική αρχαιολογία και την εθνοαρχαιολογία σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και της Μ. Ανατολής (Κύπρος, Σουλτανάτο του Ομάν). Έχει συγγράψει ή επιμεληθεί τέσσερα βιβλία, ελληνικά και ξενόγλωσσα, και έχει δημοσιεύσει ένα σημαντικό αριθμό άρθρων σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά.