Μπουρνόβα Κλειώ
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
29/11/2014
Διάρκεια
30:23
Εκδήλωση
8ο Συνέδριο Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας: Η Σαγήνη
Χώρος
Ινστιτούτο Παστέρ
Διοργάνωση
Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία
Κατηγορία
Ψυχολογία / Ψυχική Υγεία
Ετικέτες
σαγήνη, ναρκισσιστική σαγήνη, ιδιοποίηση ταυτότητας
Η έννοια της σαγήνης έχει σηµειώσει στην ψυχανάλυση µακρά πορεία εξέλιξης, η οποία συµπίπτει µε την ιστορία της φροϋδικής ανακάλυψης. Επιλέχθηκε ως θεµατική του 8ου Συνεδρίου της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας γιατί παραµένει, παρά ή/και χάρη στη µακρόχρονη ιστορία της, πάντα επίκαιρη, καθώς αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο οι διάφορες µορφές µε τις οποίες εµπλέκεται όχι µόνο στο ψυχικό γίγνεσθαι αλλά και στην ψυχαναλυτική διαδικασία, ενώ παράλληλα σπανίζουν πρόσφατες σχετικές ψυχαναλυτικές αναφορές.
Στο πλαίσιο της φροϋδικής θεωρίας, η σαγήνη (ή αποπλάνηση) αφορά την τραυµατική συνθήκη, εντός µιας πραγµατικής ή φαντασιωτικής σκηνής (Verführungsszene), κατά την οποία το άτοµο υφίσταται παθητικά προτάσεις ή συµπεριφορές γενετήσιου σεξουαλικού χαρακτήρα από ένα πιο ώριµο σεξουαλικά άτοµο. Η παθητικότητα που χαρακτηρίζει τη στάση του ατόµου, έγκειται, κυρίως, στην αδυναµία αποκωδικοποίησης και επεξεργασίας της εν λόγω σεξουαλικής προσέγγισης, λόγω ψυχικής ανωριµότητας.
Το γερµανικό ρήµα verführen και το ουσιαστικό Verführung, τα οποία χρησιµοποιεί ο Φρόυντ για να αποδώσει λεκτικά την σκηνή και την θεωρία της σαγήνης, φαίνεται να αντιστοιχούν στα ελληνικά στις έννοιες του γοητεύω, του αποπλανώ αλλά επίσης και του εκτρέπω, διαφθείρω, διαστρέφω ή και δωροδοκώ. Η ελληνική λέξη «σαγήνη» προέρχεται από το λατινικό «sagena», ένα µεγάλο δίχτυ το οποίο χρησιµοποιείτο στην αρχαιότητα για την αλιεία. Έτσι, µπορεί να συναχθεί ότι η σαγήνη είναι ένας εξωτερικός παράγων που προκαλεί εκτροπή του υποκειµένου από την προσωπική του πορεία, ενώ συνιστά ταυτοχρόνως παγίδευση του στα «δίχυτα» κάποιου, που διαθέτει την «τέχνη» και τα µέσα για να καθηλώσει µια ζωντανή ύπαρξη σε ένα δικό του δίχτυ, για ιδία χρήση.
Η σκηνή της σαγήνης, για την οποία ο Φρόυντ υπέθεσε στην αρχή ότι ήταν µια πραγµατική σκηνή που είχε λάβει χώρα κατά την πρώιµη παιδική ηλικία του ατόµου, εντάχθηκε ως ουσιώδης συνιστώσα στον κορµό της πρώτης θεωρίας του για την αιτιοπαθογένεια των ψυχονευρώσεων (Verführungstheorie). Σύµφωνα µε αυτήν, ο ψυχικός τραυµατισµός λαµβάνει χώρα σε δύο χρόνους, οι οποίοι συναρθρώνονται µέσα από έναν εκ των υστέρων ψυχικό µηχανισµό νοηµατοδότησης (Freud 1896, σ. 169).
O Φρόυντ υποστήριξε την εν λόγω θεωρία, την οποία ενέταξε στην αιτιολογία της νεύρωσης µεταξύ του 1893 και 1897, οπότε και κατέληξε να δηλώσει στην επιστολή στον W. Fliess της 21/9/1897 ότι δεν πιστεύει πλέον στη neurotica (Freud 1897, σ. 259). Στη συνέχεια, χωρίς να απεµπολήσει ποτέ ολοκληρωτικά την πεποίθησή του για την ύπαρξη εξωτερικών, πραγµατικών σεξουαλικών συµβάντων τα οποία λειτουργούν τραυµατικά, ο Φρόυντ θα αναγνωρίσει στις σκηνές σαγήνης κυρίως φαντασιωτικές κατασκευές αµυντικού χαρακτήρα, οι οποίες έχουν ως κύριο σκοπό να καλύψουν την αυτό ερωτική δραστηριότητα, ενίοτε µε υλικό που προέρχεται από τη φυλογένεση.
Παραµένει όµως γεγονός ότι ο Φρόυντ διατήρησε µέχρι τέλους το ενδιαφέρον του για την τραυµατική επίδραση της συγκεκριµένης εξωτερικής πραγµατικότητας. Έτσι, στο όψιµο τµήµα του γραπτού έργου του και καθώς αποδεσµεύεται από την αποκλειστική διερεύνηση του ψυχοπαθολογικού, εισάγει την καθηµερινότητα της επαφής µητέρας- παιδιού ως παράγοντα µη συνειδητής αποπλάνησης, η οποία επιτελείται µέσω συγκεκριµένων πράξεων, όπως είναι οι σωµατικές φροντίδες που η µητέρα παρέχει στο παιδί, οι οποίες µπορεί να προκαλέσουν διέγερση της γεννητικής περιοχής (Freud 1933, σ. 120).
Στο πλαίσιο της δικής του θεωρητικής προσέγγισης, ο D.W. Winnicott θα επικεντρωθεί στον τραυµατικό ενδεχοµένως χαρακτήρα της ενορµητικής ικανοποίησης που παρέχεται από τον εξωτερικό παράγοντα σαγήνης, όταν η ικανοποίηση αυτή δεν είναι σύντονη µε το Εγώ. Με αυτήν την έννοια, η σαγήνη αποβαίνει τραυµατική επειδή ισοδυναµεί µε ένα είδος «εκµετάλλευσης» της ενόρµησης από έναν εξωτερικό παράγοντα, που οδηγεί σε διάρρηξη της συνέχειας του Εγώ και σε εκµηδένιση της αίσθησης αυτόνοµης ύπαρξης του ατόµου (Winnicott 1960, σ. 52, 1971, σ. 591).
O Jean Laplanche, στο πλαίσιο της θεωρίας του της γενικευµένης αποπλάνησης που θα παρουσιάσει το 1987 µε το Nέα θεµέλια για την ψυχανάλυση, δεν θα αρκεστεί στην όψιµη προσφυγή του Φρόυντ στην φαντασίωση και την φυλογένεση, τις οποίες χρησιµοποίησε για να εξηγήσει τις τραυµατικές καθηλώσεις αντί της αποπλάνησης. Χωρίς να υποτιµήσει την ψυχική πραγµατικότητα, θα επιµείνει στην οντογένεση του τραύµατος, στην καθοριστική δηλαδή συµβολή της εξωτερικής πραγµατικότητας στη σκηνή του σεξουαλικού τραυµατισµού, πραγµατοποιώντας όµως ταυτοχρόνως µια µετάβαση από έναν τύπο περιπτωσιολογικής λογικής που στηρίζεται στα γεγονότα σε ένα γενικευµένο σχήµα των σχέσεων παιδιού-ενηλίκου. Η κατάσταση της σαγήνης καθορίζεται από την ασυµµετρία αυτής της σχέσης, µε την έννοια ότι ενώ το παιδί δεν διαθέτει το συµβολικό σύστηµα που είναι απαραίτητο για την αποκωδικοποίηση του σεξουαλικού, ο ενήλικος διαθέτει εκτός των άλλων ένα σεξουαλικό ασυνείδητο, το οποίο τον κάνει να εκπέµπει µηνύµατα όχι µόνο µέσω του λόγου αλλά και µέσω της συµπεριφοράς, µηνύµατα των οποίων δεν έχει συνείδηση ο ενήλικος και τα οποία το παιδί δεν µπορεί να διαχειριστεί.
Επί του συγκεκριµένου θέµατος είχε βεβαίως προηγηθεί η συνεισφορά του S. Ferenczi ο οποίος είχε δώσει συνέχεια στο µεταφραστικό µοντέλο του Φρόυντ (ένα πρώτο φροϋδικό σχήµα που στοιχειοθετεί το ασυνείδητο µε βάση την αδυναµία µετάφρασης κάποιων σηµαινοµένων), µιλώντας για «σύγχυση γλωσσών» ανάµεσα στον ενήλικο και στο παιδί, στο πλαίσιο µιας συνάντησης ανάµεσα σε «δύοκόσµους» (Ferenczi 1932). ‘Όµως, αν ο S. Ferenczi έφθασε να µιλήσει για τη «γλώσσα του πάθους» του ενηλίκου, που είναι τραυµατική για το παιδί, δεν µπόρεσε να κάνει το επί πλέον βήµα, να αναγνωρίσει δηλαδή ότι το νόηµά της διαφεύγει, τουλάχιστον εν µέρει, και από τον ίδιο τον ενήλικο, καθώς εκπορεύεται από το ασυνείδητό του.
Στο πλαίσιο αυτής της «άνισης» συνάντησης ενηλίκου-παιδιού, τα σηµαίνοντα σεξουαλικής φύσεως που εκπέµπει ο ενήλικος, θα αποτελέσουν, σύµφωνα µε τον J. Laplanche, αινιγµατικά µηνύµατα για το µικρό παιδί. Εξ αυτών, κάποιο τµήµα δεν θα καταστεί δυνατόν να µεταβολιστεί συµβολικά από το παιδί. H εν λόγω αδυναµία θα οδηγήσει στην παραµονή ασυνειδήτων υπολειµµάτων στο παιδί, που θα αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα ασυνειδήτου, υπολείµµατα, τα οποία ονοµάζονται από τον Jean Laplanche αντικείµενα-πηγές (objets-sources) της ενόρµησης.
H αναλυτική συνθήκη (θέση) είναι µια άλλη κατάσταση όπου παράγεται µια δυναµική αποκωδικοποίηση αινιγµάτων, και συγκεκριµένα αυτού που ο αναλυτής αντιπροσωπεύει για τον αναλυόµενο-αναλύοντα. O J. Laplanche θεωρεί ότι βρίσκουµε σε αυτήν όλα τα συστατικά της πρωταρχικής θέσης, µε την έννοια της εκ νέου εγκατάστασης µιας ασυµµετρίας ανάµεσα στους δύο πρωταγωνιστές, µιας νέας ενεργοποίησης δηλαδή της πρωταρχικής αποπλάνησης, η οποία επιτρέπει την αναθεµελίωση του υποκειµένου (Laplanche 1979-1980). Ίσως στο σηµείο αυτό να φαίνονται καθαρά τα ίχνη που έχουν αφήσει στην ψυχαναλυτική πρακτική οι καταβολές της φροϋδικής ψυχαναλυτικής πρακτικής της υποβολής µέσω της ύπνωσης.
H προσπάθεια νοηµατοδότησης του µηνύµατος του άλλου, που αποτελεί για τον αναλυόµενο επαναφορά σε µια θέση παθητικότητας, τον αναγκάζει ταυτοχρόνως να µετακινηθεί από µια θέση ναρκισσιστικής αυτάρκειας αυτό-σαγηνευτικού χαρακτήρα, η οποία συνιστά µακρινό αµυντικό αντίλαλο της ναρκισσιστικής πληρότητας της πρώτης φάσης της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης.
Η αναλυτική σαγήνη, του αναλυτή επί του αναλυοµένου ή το αντίστροφο, η ενδεχόµενη απουσία της, ως µεταβιβαστικές- αντιµεταβιβαστικές εκφράσεις, µπορεί να συνιστούν επαναλήψεις ή αρνητικά ίχνη της τραυµατικής εκτροπής του παρελθόντος, προπέτασµα πάθους που κρύβει κάτι άλλο, αποτέλεσµα άρνησης, προβολής ή αντιστροφής, που πρέπει να αναγνωριστούν και να ερµηνευθούν. Παράλληλα, η σαγήνη του αναλυτή επί του αναλυοµένου, µπορεί να εντάσσεται σε µια, στα όρια του συνειδητού, προσπάθεια του πρώτου να «θεµελιώσει» το αναλυτικό πλαίσιο, µε κίνδυνο όµως τελικά να το καταργήσει. Είναι ενδεικτικό ότι ο Φρόυντ, παρά τις θεωρητικές παραινέσεις του για «ουδετερότητα», σε ένα γράµµα του της 28ης Μαΐου 1922 στον Edoardo Weiss, τον συµβουλεύει: «να αφιερωθείτε αποκλειστικά στην κατάκτηση του ασθενούς σας».
Η σαγήνη όµως, ή µια ειδικής µορφής σαγήνη που δεν καθίσταται τραυµατική - αν και τα εν λόγω όρια δεν είναι ευδιάκριτα - φαίνεται να συνιστά µια «φυσιολογική» και ευκταία λιβιδινική ενεργοποίηση, έναν ψυχικό οργανωτή για το ανώριµο ψυχικά παιδί, και αυτό όχι µόνο στο γενετήσιο αλλά και στα υπόλοιπα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, υπό την προϋπόθεση να είναι σύντονη µε την αντίστοιχη φάση ανάπτυξης. Σύµφωνα µε τη φροϋδική θεωρία είναι η σαγήνη εκείνη που επέτρεψε ακριβώς τη στήριξη, δηλαδή την ανάδυση της σεξουαλικότητας (ενόρµηση ζωής και ενόρµηση θανάτου µαζί, σύµφωνα µε τη δεύτερη θεωρία των ενορµήσεων) από την αυτοσυντήρηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η «σαγήνη» της µητέρας απέναντι στο νεογέννητο, όπως και του οιδιποδειακού γονέα απέναντι στο µεγαλύτερο παιδί, µπορεί να ενεργοποιήσoυν λιβιδινικά το παιδί, µε δηµιουργικές επιπτώσεις τόσο στις ενδοψυχικές διαδικασίες του όσο και στην διϋποκειµενική του συναλλαγή. Με αυτήν τη λογική, καθώς η αναλυτική θεραπεία ισοδυναµεί µε την επανεγκαθίδρυση της πρωταρχικής σαγήνης, ευνοεί, εκτός των άλλων, την ενεργοποίηση του σεξουαλικού και τη συνακόλουθη λιβιδινική επένδυση συνιστωσών του ψυχικού γίγνεσθαι. Στο πλαίσιο µιας ανάλογης οπτικής η Α. Ποταµιάνου προτείνει τη χρήση αυτού που ονοµάζει βέλτιστη σαγήνη ως αναλυτική στρατηγική, µε σκοπό την κινητοποίηση των επενδύσεων του αναλυοµένου όταν αυτές υπολείπονται (Ποταµιάνου 2005, σ. 207).