Maguire Henry
Γλώσσα
Αγγλική
Ημερομηνία
08/05/2012
Διάρκεια
53:26
Εκδήλωση
Διαλέξεις της Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Χώρος
Αμφιθέατρο "Cotsen Hall", Αναγνωστήριο Σπάνιων Βιβλίων Μανδύλα
Διοργάνωση
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα
Κατηγορία
Αρχαιολογία
Ετικέτες
βυζαντινή τέχνη
Οι συγγραφείς του Βυζαντίου αντιμετώπιζαν τη ρητορική με αμφιθυμία. O Μιχαήλ Ψελλός, για παράδειγμα, αφενός εξέφραζε θαυμασμό για εκείνους που χρησιμοποιούσαν τη ρητορική προκειμένου να προσδώσουν κομψότητα στο λόγο τους• αφετέρου, θεωρούσε τις τεχνικές της ρητορικής μέσα εξαπάτησης και δόλου. Ανάλογη αμφιθυμία αναφορικά με τη ρητορική εξέφραζαν και άλλοι συγγραφείς του Βυζαντίου όπως ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Στην Έκφρασιν του ναού των Αγίων Αποστόλων ο Μεσαρίτης ενώ εκφράζει καχυποψία για τη χρήση της ρητορικής ως μέσο απόκρυψης της αλήθειας ταυτόχρονα την εξισώνει απόλυτα με τη θεία σοφία αυτή καθεαυτή. Η διάλεξή μου διερευνά αυτό ακριβώς το παράδοξο, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο συσχετισμό που έκαναν οι Βυζαντινοί ανάμεσα στις χάρες της ρητορικής και της φύσης. Όπως και με τη ρητορική, οι Βυζαντινοί μπορούσαν να δουν τη φύση με καχυποψία. Η αφθονία της μπορούσε να θεωρηθεί φευγαλέα και απατηλή σε σύγκριση με τις αλήθειες που ήταν αιώνιες. Καθώς η αμφιθυμία των Βυζαντινών έναντι της ρητορικής και της φύσης εκφράζονταν και στα γραπτά κείμενα και στην τέχνη, εξετάζω και τα δύο αυτά μέσα στην έρευνά μου.
Πριν την Εικονομαχία, η περιγραφή και η απεικόνιση της φύσης έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της θρησκευτικής αλήθειας. Συγκεκριμένα, πολλά κηρύγματα και σχόλια που ήταν αφιερωμένα στην Εξαήμερον -όπου τα θαύματα του κόσμου απέδιδαν, κατά αναλογία, το μεγαλείο του Δημιουργού- εξυμνούσαν το φυσικό κόσμο. Συχνά, οι συνθέσεις αυτές ενσωμάτωναν αυτοτελείς εκφράσεις ιδιαίτερα αξιοσημείωτων στοιχείων της Δημιουργίας, όπως ο ποταμός Νείλος ή το παγώνι. Αλλά οι συγγραφείς των πρώιμων βυζαντινών χρόνων μπορούσαν, επίσης, να κριτικάρουν τον κόσμο της φύσης χαρακτηρίζοντας τον φευγαλέο και παροδικό, όπως δείχνει η απλή αντιπαράθεση της περιγραφής δύο ιδιοκτησιών με άπλετη θέα. Η πρώτη έκφραση είναι μία επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου, στην οποία περιγράφει σε ένα φίλο του τις απολαύσεις που του προσφέρει το κτήμα του στον Πόντο, και ιδιαίτερα το κυνήγι. Το δεύτερο κείμενο είναι ο Βίος της Οσίας Μελανής της Νεώτερης, όπου τα αξιοθέατα του κτήματός της παρουσιάζονται ως παροδικά, ενώ οι τεχνικές της ρητορικής που χρησιμοποιεί ο διάβολος για να τα εξυμνήσει αποκαλύπτονται ως απατηλές.
Στην εκκλησιαστική τέχνη και στη λογοτεχνία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου μπορούμε να βρούμε απεικονίσεις των στοιχείων της δημιουργίας, π.χ. ποτάμια και διάφορα πλάσματα. Νειλωτικές σκηνές, για παράδειγμα, εμφανίζονται στα ψηφιδωτά δαπέδου του Ναού του Πολλαπλασιασμού των Άρτων και των Ιχθύων στην πόλη Tabgha του Ισραήλ, παγώνια στο λιθόστρωτο δάπεδο του κυρίως ναού της εκκλησίας που ανέγειρε ο Ιουστινιανός στην πόλη Sabratha της Λιβύης και κυνηγετικές σκηνές στα ψηφιδωτά της τρίκλητης βασιλικής του Αγίου Δομετίου στη Νικόπολη της Πρέβεζας. Αλλά ακόμα και τα μοτίβα αυτά δέχονταν επικρίσεις, όπως αποδεικνύεται από μια επιστολή του άγιου Νείλου του Σιναΐτη προς τον Ολυμπιόδωρο στην οποία αποδοκιμάζει αυτού του είδους τη διακόσμηση επειδή αποπροσανατολίζει τους πιστούς.
Όπως και στην πρώιμη περίοδο, η μετα-εικονομαχική αντιμετώπιση της φύσης ήταν αμφίσημη, με τη διαφορά ότι τώρα η δυσφήμιση της φύσης είχε μεγαλύτερο βάρος από ό,τι πριν. Η μεγάλη σειρά των σχολίων για την Εξαήμερον συρρικνώθηκε, αφού κατά το Μεσαίωνα υπήρχε πολύ λιγότερο ενδιαφέρον για τις πρώτες έξι ημέρες της Δημιουργίας σε σχέση με την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Η πιο αξιοσημείωτη από αυτές τις απεικονίσεις είναι η Έκφρασις της Δημιουργίας, που ανοίγει το έμμετρο χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή στα μέσα του 12ου αιώνα. Περιλαμβάνει μία περιγραφή των τεσσάρων Ποταμών του Παραδείσου, συμπεριλαμβανομένου και του Νείλου, καθώς και μία έκφραση του παγωνιού.
Σε άλλα κείμενα της μετα-εικονοκλαστικής περιόδου συναντάμε δύο αντικρουόμενες απόψεις για τη φύση. Από τη μια, αντιμετωπίζεται ως φθαρτή και ψευδής. Αυτή η αρνητική άποψη της φύσης εκφράζεται ήδη στο Εγκώμιο του Αγίου Παταπίου, έργο που αποδίδεται στον άγιο Ανδρέα της Κρήτης. Το εν λόγω κείμενο συνδυάζει ρητά τη δυσφήμιση της φύσης με τη δυσφήμιση της ρητορικής που την εξυμνούσε. Από την άλλη, μια πιο θετική άποψη υποστήριζε ότι η φύση είχε λυτρωθεί και εξαγνιστεί μέσω της ενανθρώπησης του Χριστού. Αυτή η αντίληψη έδωσε πρόσφορο έδαφος για την απρόσκοπτη άνθηση των περιγραφών και απεικονίσεων της φύσης στη βυζαντινή εκκλησιαστική γραμματεία. Το πιο γνωστό παράδειγμα αυτής της υπερβολικής ελευθερίας είναι η έκφραση της άνοιξης με τους στερεότυπους και κατάλληλους για την εποχή αυτή του χρόνου επαίνους των ζώων και των φυτών. Συγγραφείς όπως ο Ιωάννης Γεωμέτρης και ο Ισίδωρος Θεσσαλονικεύς ενσωμάτωσαν περιγραφές της άνοιξης σε κηρύγματα που συνέταξαν με αφορμή τον εορτασμό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Ο κήπος της Αγίας Άννης, στον οποίο έλαβε χώρα ο Ευαγγελισμός για τη σύλληψη της Θεοτόκου, παρείχε ένα άλλο πλαίσιο για την ενσωμάτωση περιγραφών ζώων και φυτών στον εορτασμό της Ενσάρκωσης. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Θεόδωρος Υρτακηνός συνέθεσε μία μακροσκελή περιγραφή του κήπου της Αγίας Άννης. Αντλώντας από μία ποικιλία πηγών, συμπεριλαμβανομένων και των βυζαντινών κοσμικών μυθιστορημάτων του 12ου αιώνα, ανέπτυξε περαιτέρω στο κείμενό του τη σύντομη περιγραφή του κήπου που περιείχε το Πρωτευαγγέλιο του Αγίου Ιακώβου.
Η μεσαιωνική βυζαντινή τέχνη επέδειξε, επίσης, μια μόνιμη αμφιθυμία μεταξύ άρνησης και αποδοχής. Η περισσότερο εμφανής αλλαγή στη διακόσμηση των ναών μετά την Εικονομαχία ήταν η εξαφάνιση σχεδόν των ψηφιδωτών δαπέδων με τις απεικονίσεις διαφόρων ζώων και φυτών, προς χάρη μαρμαροθετημάτων, που ως επί το πλείστον ήταν διευθετημένα σε γεωμετρικά μοτίβα. Μόνο το 12ο αιώνα, στο εξαιρετικό δάπεδο της Μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκουμε ένα ψηφιδωτό που ανταγωνίζεται με τον πλούτο του σε εικόνες ζώων και ανθρώπων τα ψηφιδωτά δαπέδου των πρώιμων βυζαντινών χρόνων.
Όσον αφορά στην έκφραση της άνοιξης, εμφανίζεται στη βυζαντινή τέχνη των μεσαιωνικών χρόνων αλλά πολύ σπάνια. Το γνωστότερο παράδειγμα είναι η περίφημη εικόνα του Ευαγγελισμού του τέλους του 12ου αιώνα που φυλάσσεται τώρα στη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά. Η παράσταση όμως αυτή είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη μεταξύ των ζωγραφικών απεικονίσεων του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, λόγω του πλούτου των στοιχείων της επίγειας ζωής που περιέχει. Είναι περισσότερο σύνηθες να βρει κανείς την εν λόγω σκηνή απέριττη, χωρίς το περίβλημα της ρητορικής για τη φύση. Στην απεικόνιση του Ευαγγελισμού της Αγίας Άννης, από την άλλη μεριά, οι βυζαντινοί καλλιτέχνες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα σχεδόν όλα τα μοτίβα που σχετίζονταν με την έκφραση ενός κήπου -το περίτεχνο συντριβάνι με τα χρωματιστά μάρμαρα και τις γλυπτές αναπαραστάσεις ζώων, τα πουλιά που ζούσαν στον κήπο και τα δέντρα που τον περιέκλειαν. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε τον εικαστικό πλούτο της απεικόνισης του Ευαγγελισμού της Αγίας Άννης με τη σχετική αυστηρότητα των παραστάσεων του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Μέσω της λιτής απεικόνισης του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και συνακόλουθα της Ενσάρκωσης του Χριστού, η βυζαντινή τέχνη μέμφθηκε την εγκόσμια ρητορική του Ευαγγελισμού της Αγίας Άννης και την τοποθέτησε στη θέση που της άρμοζε.
Η ίδια αμφιθυμία ανάμεσα στην αποδοχή και την άρνηση των τεχνικών της ρητορικής, εφόσον αυτές εφαρμόζονταν στην εξύμνηση του γήινου κόσμου, χαρακτήριζε και την αυτοκρατορική ρητορική. Εδώ δύο αντιθετικά πορτραίτα του αυτοκράτορα, το ένα πολυποίκιλτο και το άλλο αφαιρετικό, είναι δυνατό να συνυπάρχουν στη βυζαντινή ρητορική και τέχνη.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσα να πω ότι η αμφιθυμία που ένιωθαν οι Βυζαντινοί όσον αφορά στη ρητορική τόσο ως πηγή λεκτικής κομψότητας όσο και ως πηγή εξαπάτησης, ίσχυε και αναφορικά με τη φύση, η οποία γίνονταν αντιληπτή από τη μια ως πηγή ευχαρίστησης αλλά από την άλλη ως φθαρτή και εφήμερη συγκρινόμενη με τις πνευματικές ανταμοιβές του παραδείσου. Οι Βυζαντινοί του Μεσαίωνα βρήκαν τρόπους να βάλουν με σιγουριά τη φύση στην (υποδεέστερη) θέση της τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην τέχνη, ακόμα και όταν ήταν έτοιμοι να αναπτύξουν την ευγλωττία τους, προκειμένου να εκθειάσουν τις χάρες της.
Ο Henry Maguire είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, όπου δίδαξε από το 2000 έως το 2010. Δίδαξε επίσης στο Πανεπιστήμιο του Illinois, Urbana-Champaign (1979 - 2000), ενώ από το 1973 έως το 1979 εργάστηκε στο Dumbarton Oaks και το Πανεπιστήμιο Harvard. Διετέλεσε Διευθυντής Βυζαντινών Σπουδών στο Dumbarton Oaks από το 1991 έως το 1996.
Είναι ο συγγραφέας των βιβλίων Art and Eloquence in Byzantium (Princeton University Press, 1981; paperback reprint, 1994), Earth and Ocean: The Terrestrial World in Early Byzantine Art (University Park, 1987) και “The Icons of their Bodies”: Saints and their Images in Byzantium (Princeton University Press, 1996). Σε συνεργασία με την Eunice Dauterman Maguire έχει γράψει το Other Icons: Byzantine Secular Culture and the Power of Art (Princeton University Press, 2006), ενώ με την Ann Terry έχουν γράψει το Dynamic Splendor: the Wall Mosaics in the Cathedral of Eufrasius at Porec (Penn State University Press, 2007).
Έχει, επίσης, δημοσιεύσει δύο συλλογές άρθρων: Rhetoric, Nature and Magic in Byzantine Art (Variorum Press, Aldershot, 1998) και Image and Imagination in Byzantine Art (Ashgate/Variorum, Aldershot, 2007). Επίσης, τους καταλόγους των εκθέσεων Art and Holy Powers in the Early Christian House [(με τους Eunice Dauterman Maguire και Maggie Duncan-Flowers), University of Illinois Press, Urbana, 1989] και Ceramic Art from Byzantine Serres [(με τους Eunice Dauterman Maguire και Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή), University of Illinois Press, Urbana, 1992]. Τέλος, έχει κάνει την επιμέλεια πολλών βιβλίων και περιοδικών.
Ο Henry Maguire υπήρξε Senior Υπότροφος του Ιδρύματος Mellon στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης το 2008 ενώ από το 1999 έως το 2005 είχε επιχορήγηση για το ερευνητικό του έργο από το Ίδρυμα Kress.
Η τρέχουσα έρευνά του επικεντρώνεται στη σχέση της βυζαντινής τέχνης με τη φύση, στη σχέση του Βυζαντίου με την τέχνη της Βενετίας, καθώς και στην κουλτούρα της βυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής. Το αντικείμενο της διάλεξής του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη σχετίζεται με την επικείμενη έκδοση του καινούργιου του βιβλίου με τίτλο Nectar and Illusion: Nature in Byzantine Art and Literature (Oxford University Press, Onassis Series in Hellenic Culture).