Σακελλαρόπουλος Τάσος
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
27/05/2016
Διάρκεια
01:31:05
Εκδήλωση
Η ταραγμένη δεκαετία του 1940. Πολιτικές διαστάσεις και κοινωνικές εξελίξεις
Χώρος
Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού
Διοργάνωση
Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ)
Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ)
Κατηγορία
Ιστορία
Ετικέτες
ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1946-1949, δεκαετία του 1940, ελληνικός στρατός, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ
Με την ομιλία αυτή του ιστορικού Τάσου Σακελλαρόπουλου, κλείνει ο φετινός κύκλος σεμιναρίων με θέμα "Η ταραγμένη δεκαετία του 1940".
Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) σε συνεργασία με το Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ) διοργανώνουν ένα νέο κύκλο σεμιναρίων με θέμα Η ταραγμένη δεκαετία του 1940. Πολιτικές διαστάσεις και κοινωνικές εξελίξεις που απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης. Στα δώδεκα σεμινάρια του κύκλου θα επιχειρηθούν κριτικές προσεγγίσεις και αποτιμήσεις των πλέον κρίσιμων γεγονότων της περιόδου, με εισηγήσεις επιστημόνων, καθηγητών πανεπιστημίου εγνωσμένου κύρους και εξειδίκευσης. Στο σεμινάριο θα διδάξουν οι: Τασούλα Βερβενιώτη, Πολυμέρης Βόγλης, Ανδρέας Δεληβορριάς, Πολίνα Ιορδανίδου, Άντα Κάπολα, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Γιώργος Κόκκινος, Γιώργος Κουκουλές, Ηλίας Νικολακόπουλος, Προκόπης Παπαστράτης, Σωτήρης Ριζάς, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Γιάννης Σκαλιδάκης και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
Τάσος Σακελλαρόπουλος: Ο ελληνικός στρατός τη δεκαετία του 1940. Πολιτικές επιρροές και πολιτικές παρεμβάσεις
Ο Ελληνικός Στρατός αποτέλεσε ήδη από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους την αιχμή του δόρατος για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας και για την εφαρμογή του ελληνικού αλυτρωτισμού. Επρόκειτο για μια «υψηλή» αποστολή την οποία εν μέρει του «ανέθεσε» το σύνολο του ελληνισμού αλλά εν μέρει την διεκδίκησε και μόνος του ως ο κυριότερος, τελικά, φορέας της εθνικής ιδεολογίας.
Έκτοτε ο στρατός ενεπλάκη σε κάθε εθνική και πατριωτική διαδικασία λειτουργώντας πολύ συχνά σαν τον κύριο θεματοφύλακα των εθνικών «δικαίων» και των εθνικών διεκδικήσεων. Με αφετηρία τα παραπάνω διαμορφώθηκε μια παράδοση παραλλήλως αστική και λαϊκή η οποία οδήγησε στην συνύφανση κοινωνίας και στρατού επί ενός ισχυρού πατριωτικού πλαισίου. Σταδιακά διαμορφώθηκε ένα κύρος εθνικής εμβέλειας που απολάμβανε ο στρατός. Απέναντι στο κύρος αυτό ο θρόνος και η πολιτική ηγεσία της χώρας κράτησαν μια διττή στάση, αφενός καλλιεργούσαν την εθνική απήχηση του στρατού και αφετέρου στόχευαν διαρκώς στον απόλυτο έλεγχο του και στην χρησιμοποίηση σε όφελός τους.
Η αρχή του ελληνικού 20ου αιώνα, το κίνημα του 1909, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και οι Βαλκανικοί πόλεμοι επέτρεψαν την είσοδο στο Σώμα των Αξιωματικών, εκπροσώπων των μεσαίων και των αγροτικών κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία είχαν πολιτικά με την βενιζελικό χώρο. Η είσοδος αυτή διαμόρφωσε σταδιακά δύο παρατάξεις εντός του στρατού οι οποίες αντιστοιχούσαν τελικά με εκείνες της πολιτικής σκηνής. Το φιλοβενιζελικό κίνημα του 1935 και η αποτυχία του οδήγησε στην μαζική αποπομπή των βενιζελικών αξιωματικών και την μεταβολή του στρατού σε εργαλείο του θρόνου και του μεταξικού καθεστώτος.
Ο πόλεμος του 1940-1941, στο εξάμηνο που διήρκεσε, ανανέωσε την λαϊκότητα του στρατού κα μέσω αυτής την σύνδεση του με την κοινωνία. Ο τρόπος που διεξάγει ο αγώνας στα βουνά της Ηπείρου διαμόρφωσε συνθήκες επιχειρησιακής αυτονομίας από το διοικητικό κέντρο της Αθήνας και αναπτυγμένης πολεμικής πρωτοβουλίας. Το πλαίσιο αυτό αφενός ενίσχυσε με κύρος τους σωματάρχες και μεράρχους και αφετέρου διαμόρφωσε συνθήκες πρωτοβουλίας στους μεσαίους και στους μικρούς ηγήτορες, γεγονός που διαμόρφωσε νέες συνθήκες πολεμικής εμπειρίας και στους νεαρούς αξιωματικούς και στους στρατιώτες που τους ακολουθούσαν.
Ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε η συνθηκολόγηση και η παράδοση των όπλων μαζί, με την Κατοχή που ακολούθησε, άνοιξαν δύο δρόμους για τους έλληνες αξιωματικούς: εκείνον της ηττοπάθειας και της αδράνειας και εκείνον της δράσης και της συνέχισης του πολέμου. Δρόμοι μάλλον αντίστοιχοι με εκείνους επί των οποίων κινήθηκε η ελληνική κοινωνία.
Η δραστηριοποίηση των αξιωματικών αναπτύχθηκε σε αρκετά πεδία εντός Ελλάδας αλλά και σε εκείνο της επίσημης εξόριστης λειτουργίας του κράτος στην Μέση Ανατολή. Η ποικίλη αυτή δραστηριότητα επηρέασε την διαμόρφωση της ταυτότητας των ελλήνων αξιωματικών, την σχέση τους με την χειμαζόμενη κοινωνία και την θέση τους στην πυραμίδα που θα διαμορφωνόταν ενόψει της λήξης του πολέμου.
Η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων έδειξε ήδη από τα τέλη του 1943 ότι τα βασικά ζητούμενα ήταν αφενός η πίεση κατά των κατακτητών μαζί με την καλλιέργεια υψηλού πατριωτικού φρονήματος αλλά και, η ισχυροποίηση της κάθε αντιστασιακής παράταξης με ορίζοντα το πολιτικό τοπίο της χώρας μετά την Απελευθέρωση.
Αντιστοίχως στην Μέση Ανατολή οι εξελίξεις που αφορούσαν τα ελληνικά ζητήματα έδειξαν ήδη από τον Μάρτιο του 1943 ότι οι πολιτικές παρατάξεις του ελληνικού Μεσοπολέμου (φιλοβασιλικοί, Φιλελεύθεροι και αριστερό κίνημα) διεκδικούσαν η κάθε μια ξεχωριστά το πολιτικό έλεγχο του εξόριστου στρατού με στόχο την ενίσχυση του ρόλου της κάθε μίας παράταξης στην μεταπολεμική Ελλάδα. Στο εξόριστο ελληνικό πλαίσιο, στην Αίγυπτο, η αστική συσσωμάτωση και η σύνδεση των μεγάλων αντιπάλων του Εθνικού Διχασμού ( βασιλοφρόνων και Φιλελεύθερων) επήλθε νωρίτερα από την αντίστοιχη στην Ελλάδα. Την προσέγγιση οριστικοποίησε το αποτυχημένο αριστερό κίνημα στην Μέση Ανατολή, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο του εξόριστου στρατού από την φιλοβασιλική παράταξη αλλά και την εδραίωση σε μερίδα νέων αξιωματικών ενός στρατοκρατικού πνεύματος το οποίο όριζε τον στρατό ικανό αλλά και αρμόδιο και για την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Η ομάδα αυτή θα αυτονομηθεί από τους ανωτέρους της και θα συγκροτήσει τις παραμονές της δεκεμβριανής σύγκρουσης στην Αθήνα, την συνωμοτική οργάνωση νέων αξιωματικών ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) όπου αργότερα κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου θα έχει σαφή αλλά και αυτόνομο παρεμβατικό ρόλο στην πολιτική λειτουργία της χώρας.
Την Απελευθέρωση διαδέχθηκε ο Δεκέμβρης του 1944 όπου η ήττα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1945, οριστικοποίησε και στην ελεύθερη χώρα την συσπείρωση του αστικού πόλου απέναντι στην εαμική Αριστερά. Το γεγονός της σύγκρουσης στην Αθήνα και η εξέλιξη της, επέτρεψαν στον νεοπαγή αστικό πόλο να κινηθεί ελεύθερα τόσο στην διαμόρφωση ενός κράτους, όσο και ενός στρατού που ελέγχονταν αποκλειστικά από τον ίδιο και θα είχαν κύριο κριτήριο το αντιεαμικό πρόσημο.
Η μεταπολεμική περίοδος στον Ελληνικό Στρατό έχει ως αφετηρία τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο Σώμα των Αξιωματικών, όπου με κριτήριο την ένταξη στον ΕΛΑΣ ή την συμπάθεια στο ΕΑΜ αποπέμφθηκε το σχεδόν το σύνολο όσων κατά την Κατοχή δραστηριοποιήθηκαν στην εαμική αντίσταση. Μαζί με τους πολεμιστές του Ρίμινι, εκείνους του ΕΔΕΣ και τα μέλη των αστικών αντιστασιακών οργανώσεων της Αθήνας, παρέμειναν στον νέο στρατό οι αδρανήσαντες κατά την Κατοχή αλλά και όσοι συμμετείχαν στα Τάγματα Ασφαλείας. Με αυτήν την ηθική σύνθεση εισήλθε ο στρατός στην εμφύλια σύγκρουση 1946-1949. Παράλληλα στην μεταπολεμική Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων, ήδη από τον Αύγουστο του 1945, οργανώθηκαν τάξεις, τροφοδοτούμενες από υποψηφίους οι οποίοι πληρούσαν τις παραπάνω προϋποθέσεις. Σε πολύ σύντομους εκπαιδευτικούς χρόνους, αποδόθηκε σταδιακά μεγάλος αριθμός αποφοίτων ανθυπολοχαγών οι οποίοι στελέχωσαν τον μαχόμενο Εθνικό Στρατό στην εμφύλια σύγκρουση εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Ειδική περίπτωση για την εφαρμογή του πολιτικού ρόλου του στρατού κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσε και η περίπτωση της λειτουργίας του στρατοπέδου της Μακρονήσου. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα εφαρμόστηκε μαζικά μια βάρβαρη μέθοδος με σκοπό την απόσπαση της «δηλώσεως μετανοίας» όπου θα εξασφάλιζε για το καθεστώς μια «ασφαλή» πολιτικά κοινωνία μετά την πολιτική «ανάνηψη» και την «εθνική διαπαιδαγώγηση» των χιλιάδων στρατιωτών που είχε συγκεντρώσει εκεί.
Η πολεμική συντριβή της κομουνιστικής αριστεράς στον Γράμμο τον Αύγουστο του 1949 παρέδωσε στην ελληνική κοινωνία έναν στρατό νικητή σε μια πολιτική νίκη. Κυρίως όμως παρέδωσε έναν στρατό θεματοφύλακα πλέον του αντικομουνισμού, ο οποίος και θα αποτελέσει ,παρά κάποιες ανίσχυρες αντιρρήσεις, την ιδεολογία του ελληνικού κράτους για τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν.
Όσο ωστόσο και αν ο ελληνικός αντικομουνισμός, λόγω του Εμφυλίου πολέμου, αποτελούσε ενδεχομένως ένα είδος εμπαθούς λαϊκής απαίτησης των νικητών και εξέφραζε ισχυρό μέρος από τα συντηρητικότερα τμήματα της κοινωνίας, αποτέλεσε «πολιτικό επάγγελμα» αφού συνδυάστηκε με την νομή του κράτους, με την νομή της οικονομίας αλλά και με την πλέον εκδικητική και βάρβαρη πολιτική πρακτική σε βάρος των ηττημένων.
Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σιένα στην Ιταλία και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Κύριος τομέας των ενδιαφερόντων του, ο 20ος αιώνας, ιδιαίτερα η κοινωνική και πολιτική ιστορία από το 1935 ως το 1996. Έχει επιμεληθεί ιστορικές εκθέσεις, μεταξύ άλλων την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, «1821 Πριν και Μετά» σε συνεπιμέλεια με την Μαρία Δημητριάδου. Έχει διδάξει σε μεταπτυχιακά σεμινάρια και γράψει άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων όπως και καταλόγους εκθέσεων. Εργάζεται ως Υπεύθυνος στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.