Μιχαλάκη - Κόλλια Μαρία
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
10/03/2023
Διάρκεια
01:02:15
Εκδήλωση
Διαλέξεις που συνδιοργανώνουν οι Φίλοι του Μουσείου των Ηρακλειδών και το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM)
Χώρος
Κτήριο Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM)
Διοργάνωση
Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM)
Οι Φίλοι του Μουσείου Ηρακλειδών
Κατηγορία
Αρχαιολογία
Ετικέτες
Κολοσσός της Ρόδου, κείμενα, εικονογραφικές παραστάσεις, ιστορία, φαντασία, Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, Χάρης ο Λίνδιος, Ρόδος, σεισμός, Antonio Tempesta, Άραβες
Η διάλεξη αναφέρεται στον Κολοσσό της Ρόδου, ένα υπερμέγεθες χάλκινο άγαλμα του θεού Ηλίου, ύψους 32,20 μέτρων, το οποίο συγκαταλέγεται ανάμεσα στα Επτά Θαύματα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά, με βάση τις αρχαίες γραπτές πηγές, προσεγγίζονται το ιστορικό πλαίσιο της δημιουργίας και η χύτευση του γλυπτού, μεταξύ των ετών 295 και 283, π.Χ., από τον Χάρη τον Λίνδιο, μαθητή του ξακουστού γλύπτη Λυσίππου, καθώς και ο συμβολισμός του μνημείου για την ακμάζουσα ελληνιστική Ρόδο. Το άγαλμα παρέμεινε όρθιο μόνο επί 55–65 χρόνια περίπου, καθώς, το 227/6 π.Χ., ένας μεγάλος σεισμός, το έριξε θραυσμένο στο έδαφος. Εκεί αφέθηκε διαμελισμένο έως το 653, οπότε οι Άραβες κατέλαβαν τη Ρόδο και πώλησαν τα κομμάτια του σαν χαλκό. Ακόμη όμως και πεσμένο στη γη, το τεράστιο άγαλμα προκαλούσε τον θαυμασμό των συγχρόνων του.
Η θέση και η μορφή του Κολοσσού, για τις οποίες οι αρχαίες πηγές δεν παρείχαν πληροφορίες, είχαν ήδη ξεχαστεί στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, η φήμη του αγάλματος δεν έπαυσε, ωστόσο, να εμπνέει συγγραφείς και ζωγράφους. Χαρακτηριστικά έργα με τη, φανταστική πλέον, απεικόνιση του Κολοσσού παρουσιάζονται και σχολιάζονται στην ομιλία. Εμβληματικό ανάμεσά τους είναι το χαρακτικό του φλωρεντινού καλλιτέχνη Antonio Tempesta (1555–1630), δημοσιευμένο το 1610, το οποίο παριστάνει συνδυαστικά τον Κολοσσό όρθιο, να δεσπόζει στην πόλη της Ρόδου, το άγαλμα πεσμένο και διαμελισμένο, μετά τον καταστροφικό σεισμό, και τα μέλη του να μεταφέρονται από καμήλες επί της Αραβοκρατίας. Έτσι, εικονογραφείται συνοπτικά η ιστορία ενός σπουδαίου μνημείου.
Η Μαρία Μιχαλάκη - Κόλλια γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Τελείωσε την Γαλλική Σχολή Saint Joseph. Είναι πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Λοζάννης (Licence ès Lettres) και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος DEA του Πανεπιστημίου Paris Ι, της Σορβόννης, με παράλληλη παρακολούθηση μαθημάτων Τοπογραφίας, Φωτογραμμετρίας και σεμινάρια Μουσειολογίας. (Ως φοιτήτρια, συμμετείχε σε προϊστορικές ανασκαφές στη ρωμανική Ελβετία, και στην Ελλάδα στο ναό του Επικουρείου Απόλλωνος, στην Κω και τη Ρόδο).
Μετά το πέρας των σπουδών της εργάστηκε στη Ρόδο, αρχικά ως έκτακτη αρχαιολόγος και από το 1979 και μετά, ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στην πρώην ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με εισαγωγή στον κλάδο ύστερα από διαγωνισμό. Επέλεξε να διανύσει όλη την Υπηρεσιακή της καριέρα στην Δωδεκάνησο, έως τον Ιούλιο του 2010, οπότε συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό της Προϊσταμένης Τμήματος Μουσείων Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων.
Ως αρχαιολόγος της «μάχιμης αρχαιολογίας», ασχολήθηκε με όλων των ειδών τις δραστηριότητες και κυρίως με ανασκαφές. Ωστόσο τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα της, ήταν η οργάνωση Μουσείων και Εκθέσεων καθώς και η Διαμόρφωση Αρχαιολογικών Χώρων.
Στον τομέα των Μουσείων ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση το 1989, μιας από τις πρώτες στην Ελλάδα θεματικής έκθεσης που λειτούργησε στο Καστέλο με θέμα «Αρχαία Ρόδος – 40 χρόνια σωστικών ανασκαφών», η οποία εξελίχθηκε στη μεγάλη έκθεση «Αρχαία Ρόδος 2.400 χρόνια» που λειτουργεί ως σήμερα, ενώ είχε οργανώσει την αρχαιολογική συλλογή Σύμης και το μικρό διαχρονικό μουσείο Αστυπάλαιας.
Στον τομέα των αρχαιολογικών χώρων, ασχολήθηκε με την ανάδειξη διατηρητέων αρχαίων μέσα στη σύγχρονη πόλη της Ρόδου, με σημαντικότερο έργο «τα υπόγεια ταφικά συγκροτήματα και το αρχαίο λατομείο του αρχαιολογικού χώρου «των τάφων του Αγίου Ιωάννη».
Έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων και πραγματοποιήσει σειρά ομιλιών σε Πανελλήνια και Διεθνή Συνέδρια, με θέματα σχετικά με την αρχαία πόλη της Ρόδου, την ακρόπολη και τα Νυμφαία, τον Κολοσσό, τις νεκροπόλεις και τα ταφικά έθιμα, ή θέματα από ανασκαφικά ευρήματα και μνημεία άλλων νησιών της Δωδεκανήσου και κυρίως με το μοναδικό εύρημα «των 3.000 μωρών της Αστυπάλαιας». Τώρα συμμετέχει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Τόσο ως αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού όσο και ως ενεργό μέλος Συλλόγων, είχε μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα των Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων για τα σχολεία της Ρόδου και για το ευρύ κοινό, δραστηριότητα που συνεχίζει έως σήμερα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Συλλόγου για τη Διατήρηση της Αρχιτεκτονικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ρόδου, του οποίου έχει την ευθύνη ως πρόεδρος τα τελευταία 15 χρόνια.
Ωστόσο, αυτό που την ενδιέφερε πάντα και συνεχίζει να την απασχολεί, είναι η ανάδειξη των μνημείων και αρχαίων ανασκαφικών υπολειμμάτων μέσα στις σύγχρονες πόλεις, πιστεύοντας ότι η σωστή τους παρουσία μέσα σε μία πόλη μπορεί να έχει πρωτεύοντα ρόλο στην αισθητική και την παιδεία των πολιτών.
Ήταν παντρεμένη με τον βυζαντινολόγο αείμνηστο Ηλία Κόλλια, με τον οποίο έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τον Φοίβο Άγγελο και τη Μυρτώ Δανάη, από την οποία έχει μια εγγονή.