Δεληβορριάς Άγγελος
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
11/11/2016
Διάρκεια
52:46
Εκδήλωση
Εκδηλώσεις των "Φίλων του Μουσείου Μπενάκη"
Χώρος
Μουσείο Μπενάκη
Διοργάνωση
Οι Φίλοι του Μουσείου Μπενάκη
Κατηγορία
Μουσειολογία, Τέχνες / Πολιτισμός
Ετικέτες
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Πινακοθήκη Γκίκα, Μουσείο Μπενάκη
Το Blod βιντεσκόπησε την εκδήλωση με τίτλο "Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και η Γενιά του Μεσοπολέμου" που διοργάνωσαν "Οι φίλοι του Μουσείου Μπενάκη" . Η εκδήλωση περιελάμβανε ομιλία του ακαδημαϊκού και επίτιμου διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελου Δεληβορριά, και προβολή του ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτιδας Άννας Κεσίσογλου με τίτλο "Ένα μουσείο γεννιέται - Η πινακοθήκη Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη", το οποίο δημοσιεύεται ολόκληρο στην ανάρτηση αυτή, με την ευγενική άδεια της δημιουργού του.
Το επί της οδού Κριεζώτου 3 κτήριο, κληροδοτημένο στο Μουσείο Μπενάκη από τον Νίκο Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1906-1994), στεγάζει από τις 20 Μαΐου 2012 ένα νέο μουσειακό παράρτημα, όπου παράλληλα με τον καταξιωμένο ζωγράφο, τιμάται η καλλιτεχνική και η πνευματική παραγωγή της γενιάς του Μεσοπολέμου.
Στο ήμισυ του 4ου, στον 5ο και σε ένα μεγάλο μέρος του 6ου ορόφου του κτηρίου, στεγάζονται μόνιμα ορισμένα τμήματα από την κατοικία του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, το γραφείο, τα σαλόνια, η τραπεζαρία, οι προσωπικές του συλλογές, μια έκθεση με έργα του, το εργαστήριο όπου δούλευε και όπου δεχόταν τους φίλους και τους θαυμαστές του.
Στην πρώτη αίθουσα του υπερυψωμένου ισογείου εκτίθεται η πολύτιμη δωρεά της Λίτσας Παπασπύρου, στη μνήμη του πατέρα της Gustave Boissière, που περιλαμβάνει σπάνια έπιπλα, διακοσμητικά στοιχεία και πίνακες Γάλλων μεταϊμπρεσιονιστών ζωγράφων. Πρόκειται για μια μοναδική για την Ελλάδα συλλογή που αναβιώνει κάτι από το πολιτιστικό κλίμα που επικρατούσε τον πρώιμο 20ό αιώνα στο Παρίσι.
Όλες οι ενδιάμεσες αίθουσες που παρεμβάλλονται, καταγράφουν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία του ελληνικού Μεσοπολέμου, καλύπτοντας την περίοδο που μεσολαβεί από το τέλος του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 έως τις παραμονές της δικτατορίας του 1967. Εκπροσωπούνται κάποιοι από τους θεωρούμενους ως ανθρωπιστικούς κλάδους του επιστητού: η φιλολογία, η φιλοσοφία και η ιστορία, η αρχαιολογία, η βυζαντινολογία και η αισθητική, η ποίηση, η λογοτεχνία και το θέατρο, η γλυπτική, η ζωγραφική και η χαρακτική, η μουσική, ο χορός, η αρχιτεκτονική και η τέχνη της φωτογραφίας. Αυτοί οι τομείς της νεοελληνικής δημιουργίας παρουσιάζονται σαν ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη ενότητα, σαν τα γλωσσικά ιδιώματα ενός κοινού λόγου. Έτσι αρθρώθηκε και έτσι απέκτησε τη διαλεκτική της δομή η έκθεση, με έναν εσωτερικό ειρμό θεμελιωμένο πάνω στον πρωτεύοντα ρόλο της ιστορίας, αλλά με επιδεικτικά απούσα την πολιτική. Οι ιδέες που γεννήθηκαν, καρποφόρησαν και υποστηρίχθηκαν σε καιρούς δύσκολους, αν όχι δυσκολότερους από τους σημερινούς τροφοδότησαν βασικά συστατικά της αυτογνωσίας και του αυτοπροσδιορισμού του ελληνικού λαού, για τα οποία δίκαια μπορεί να είναι υπερήφανος.
Τα χρονολογικά κριτήρια για την επιλογή των δημιουργών της γενιάς του Μεσοπολέμου ορίζονται από το έτος γέννησης 1887 έως το 1924, με εξαίρεση τον Παναγιώτη Τέτση που γεννήθηκε το 1925.
Όλες μαζί οι γνωστές ή οι άγνωστες μορφές που συντροφεύουν τους επισκέπτες κατά τη διάρκεια της αφηγηματικής διαδρομής, ενορχηστρώνουν μια συναρπαστική πολυφωνική σύνθεση σε μείζονες συμφωνικές κλίμακες με εναλλασσόμενα τα τονικά διαστήματα και καταιγιστικούς ρυθμούς. Τα έργα τους, είτε αναρτημένα στους τοίχους είτε ελεύθερα μέσα στους διατιθέμενους χώρους, ως επί το πλείστον όμως ταξινομημένα σε προθήκες, τα συμπληρώνουν διαφωτιστικοί υπομνηματισμοί με σχόλια και περιεκτικές επεξηγήσεις, σύντομα βιογραφικά σημειώματα και φωτογραφικά πορτρέτα, ενδεικτικές εικόνες από στιγμιότυπα της ζωής και των μεταξύ τους σχέσεων. Το απέραντο υλικό των μαρτυριών με τις οποίες στοιχειοθετούνται και σχολιάζονται τα στίγματα του πνευματικού και καλλιτεχνικού μας κόσμου, αναπλάθει εν τέλει το πολιτισμικό περιβάλλον μιας κρίσιμης εποχής. Πάνω από 2.000 εκθέματα, ζωγραφικές και γλυπτικές δημιουργίες, σπάνια χειρόγραφα και προσωπικές σημειώσεις, καθώς και δυσεύρετες πρώτες εκδόσεις μαζί με πολλά αντιπροσωπευτικά κειμήλια και αναμνηστικά, υπενθυμίζουν τι έχει προσφέρει στον τόπο μας ένας μεγάλος αριθμός από αναμφίβολα εμπνευσμένους ανθρώπους.
Η συγκέντρωση όλου αυτού του υλικού, που τεκμηριώνει πάνω από 200 σχετικές περιπτώσεις και εξασφαλίζει την ομαλότητα στη λογική της εκθεσιακής ροής, θα ήταν όμως ανέφικτη χωρίς τις πάμπολλες, συγκινητικά πρόθυμες δωρεές φίλων, γνωστών και συλλεκτών, συγγενών αλλά και άμεσων απογόνων όσων εκπροσωπούνται.
Ο Άγγελος Δεληβοριάς (1937-2018) γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία στο Πανεπιστήμιο του Freiburg. Κατά την περίοδο 1965-1969 υπηρέτησε ως επιμελητής αρχαιοτήτων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και ακολούθως, μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Tübingen, από το Πανεπιστήμιο του οποίου απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1972. Το 1972-1973 παρακολούθησε σχετικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, αναλαμβάνοντας εν συνεχεία τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, όπου παρέμεινε από το 1973 μέχρι το 2015. Ανέλαβε τη ριζική ανάπλαση του μουσείου, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2000. Το 1992 εξελέγη τακτικός καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε Ιστορία της Τέχνης ως το 2005. Από το 1973 έως το 2014 διηύθηνε το Μουσείο Μπενάκη.
Προσκεκλημένος είχε δώσει διαλέξεις και είχε συμμετάσχει σε συνέδρια πολλών επιστημονικών και μουσειακών κέντρων της Ευρώπης και της Αμερικής. Το συγγραφικό του έργο καλύπτει ζητήματα Κλασικής Αρχαιολογίας, Ιστορίας της Τέχνης, Μουσειολογίας και παραδοσιακού πολιτισμού. Το ερευνητικό ενδιαφέρον του για τον παραδοσιακό πολιτισμό ειδκότερα και τη "Λαϊκή Τέχνη", αναπτύχθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, η ριζική ανάπλαση και ο αναπροσανατολισμός της φυσιογνωμίας του οποίου, προσγράφονται και διεθνώς στα επιτεύγματα των νεότερων μουσειακών κατακτήσεων.
Εκτός από τις μονογραφίες Attische Giebelskulpturen und Akrotere des 5. Jh.v.Chr. (Tübingen 1974), Οδηγός του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα 1980), Ελληνικά παραδοσιακά κοσμήματα (Αθήνα 1980), Greece and the Sea, Κατάλογος εκθέσεως (Amsterdam 1987) H Eλλάδα του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα 1997), Οδηγός του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα 2000), Πάρεργα: Άκαιρα, ανεπίκαιρα, επiκαιρικά (Αθήνα 2003), The Parthenon Frieze: problems, challenges, interpretations (Athens 2008), ΈΠΑΙΝΟΣ Luigi Beschi, (επιμ.) Μουσείο Μπενάκη, 7ο Παράρτημα (2011), κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στις περιοδικές επιστημονικές εκδόσεις ΑΔ, ΑΑΑ, BCH, Antike Plastik, AM, AntK, StäddelJb, MEFRA, σε πρακτικά συνεδρίων, εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, τιμητικά αφιερώματα και συλλογικά έργα.
Συμμετείχε ως μέλος σε επιτροπές επιστημονικών εταιρειών, ιδρυμάτων και είχε τιμηθεί με διακρίσεις από τη Γαλλία, Chevalier de l' Ordre des Arts et des Lettres (1999), την Ελλάδα, Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος, αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (2000), και την Ιταλία, Ordine della Stella della Solidarieta Italiana (2008). Είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων του Αιγαίου (2005), της Θεσσαλονίκης (2016), της Θράκης (2016) και μέλος της Academia Scientiarium et Artium Europae (1991), της Academia Europea (1992) και της Academia Nazionale dei Lincei (2015).
Το 2016 εξελέγη ως Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα "Αρχαιολογία-Μουσειολογία".