Κασιμάτη Μαριλένα
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
22/03/2018
Διάρκεια
01:34:28
Εκδήλωση
Μαθήματα εμβαθύνσεως στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής - Διαλέξεις της Πέμπτης
Χώρος
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Διοργάνωση
Εργαστήριο Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Κατηγορία
Αρχιτεκτονική
Ετικέτες
Ερνέστος Τσίλλερ, Θεόφιλος Χάνσεν, αλληλογραφία, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Δρέσδη και τα χρόνια μαθητείας κοντά στο Θεόφιλο Χάνσεν (1813-1891) στη Βιέννη, ο Ερνέστος Τσίλλερ (1837-1923) φθάνει σε ηλικία 24 χρονών μαζί με τον δάσκαλο και μέντορά του τον Φεβρουάριο του 1861 στην Αθήνα. Μόλις είχε αποδεχθεί την πρόσκληση του διασημότερου αρχιτέκτονα της εποχής να αναλάβει τη θέση του πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου του στο εργοτάξιο του Μεγάρου της Σιναίας Ακαδημίας, το οποίο είχε σχεδιάσει το 1859 και είχε μερικώς θεμελιωθεί έξι μήνες νωρίτερα, παρουσίαζε όμως ήδη προβλήματα.
Πέρα από τις ετήσιες αφίξεις του Χάνσεν στην Αθήνα για την παρακολούθηση της ανέγερσης του Μεγάρου, είχε συμφωνηθεί η τήρηση τακτικής αλληλογραφίας μεταξύ τους. Για ένα διάστημα που διήρκεσε κοντά τριάντα χρόνια (από τις 23 Μαρτίου 1861 μέχρι μερικούς μήνες πριν τον θάνατο του Χάνσεν, στις 7 Σεπτεμβρίου 1890), ο Τσίλλερ γράφει από την Αθήνα τα Σάββατα, ο Χάνσεν από τη Βιέννη τις Πέμπτες. Μέσα από την «μικρή φόρμα», το γραπτό, ελκυστικό για τους πολλούς, είδος της επιστολογραφίας -το petit récit, χτίζεται μια χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της Οικοδομικής γέφυρα επικοινωνίας δύο λογίων αρχιτεκτόνων, που έμελλε να υποκαταστήσει την φυσική παρουσία του μελετητή και που επέβαλε, εν είδη δελτίου ειδήσεων, στον άξιο επιβλέποντα εβδομαδιαίες «αναφορές» για την ομαλή πορεία του μεγαλόπνοου όσο και δυσχερέστατου στην υλοποίησή του αυτού έργου. Με μια ελαφρά δόση υπερβολής, θα έλεγε κανείς ότι η Ακαδημία χτίστηκε εξ αποστάσεως και δι’ αλληλογραφίας.
Όχι σπάνια, στις επιστολές του ο Τσίλλερ προσέθετε–όσο επέτρεπε το μικρό σχήμα του επιστολόχαρτου– πολύτιμα για τη σημερινή έρευνα σκαριφήματα ακριβείας για τη διευκρίνιση ζητημάτων που δεν θα μπορούσε να αποφασίσει χωρίς έγκριση από τη Βιέννη, παράλληλα με τις δικές του προτροπές για την επίλυση όσων προβλημάτων αντιμετώπιζε. Έχει γίνει πλέον αποδεκτό ότι η εξαίρετη εφαρμογή του σχεδίου και η οικοδομική αρτιότητα που κατέστησε την Ακαδημία διάσημη, οφείλεται στις τεχνικές δεξιότητες του Ερνέστου Τσίλλερ. Μέσα από το πλήθος των επιστολών, οι οποίες –ιδίως στους γερμανομαθείς– δεν είναι πλέον εντελώς άγνωστες (314 από τον Τσίλλερ προς τον Χάνσεν, 86 από τον Χάνσεν προς τον Τσίλλερ, επίκειται μάλιστα η πλήρης έκδοσή τους στα ελληνικά, ΜΙΕΤ), επελέγησαν χρονολογικά όσες αφορούν την ενημέρωση του Χάνσεν για την πρόοδο και διαχείριση των εργασιών σε επίπεδο τεχνικό, αρχιτεκτονικό, καλλιτεχνικό (αναφορές σε προμηθευτές και εργολάβους μαρμάρου, οικοδόμους και τα ημερομίσθιά τους, λιθοξόους, ξυλουργούς, παραγγελίες υλικών, γλύπτες, ζωγράφους, διακοσμητές), τα οικονομικά αλλά και τις δικαστικές εμπλοκές του επιβλέποντα με πάσης φύσεως ανταγωνιστές.
Τέλος, μέσα από τις προφανείς ικανότητες του Τσίλλερ όπως αυτές αποδείχτηκαν σε πρώτο χρόνο στο εργοτάξιο της Ακαδημίας, θα σταθμισθεί η προσωπικότητα του αρχιτέκτονα ως ευφυούς καινοτόμου και πρωτοπόρου ανανεωτή στο είδος του, που διακρίθηκε για την συνειδητή παρεμβατικότητα στα πράγματα, που ενώ πιέζει έως τα άκρα, δεν αφήνει να σπάζουν οι δίαυλοι επικοινωνίας, αποκαλύπτει την δεξιοτεχνική μαστορική επινοητικότητά και εμμονή στις άριστες λύσεις μέσω ορθών επιλογών, ενός φιλομαθούς και φιλοπερίεργου ερευνητή που δεν πιστεύει άκριτα στην Αυθεντία αν δεν παρέχεται καταρχήν η δυνατότητα διάψευση του επιχειρήματος.
Όσο θα αποκαλύπτονται νέες πηγές για το έργο του, τόσο η έρευνα που για χρόνια είχε μείνει στάσιμη, θα αυξάνει το ενδιαφέρον για τον Σάξωνα Ερνέστο Τσίλλερ, ένα δυναμικό κεφάλαιο της πολιτισμικής και αρχιτεκτονικής ιστορίας του τόπου.
Η Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη είναι Ιστορικός της Τέχνης με βασικές σπουδές και διδακτορικό δίπλωμα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου (1977, Magna cum laude). Κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας, προσελήφθη ως αμειβόμενη δόκιμη επιμελήτρια στα Κρατικά Βαυαρικά Μουσεία με άξονα μελέτης τα κατάλοιπα της Οθωνικής Περιόδου, υλικό που αξιοποιήθηκε στη συνεργατική έκθεση: «Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη & Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα» (Εθνικό Μουσείο Βαυαρίας – Εθνική Πινακοθήκη, 2000). Από το 1984 έως το 2017 εργάστηκε ως επιμελήτρια (ΠΕ1) στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλ. Σούτζου. Έχει διδάξει Ιστορία της Τέχνης στα Πανεπιστήμια Κρήτης (Ν. 407) και Αθήνας, και συνέγραψε τον Α΄ τόμο για τις Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό (ΕΑΠ, 2008). Διετέλεσε εκπρόσωπος του Υπουργείου Πολιτισμού στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδος στην UNESCO. Υπήρξε η πρώτη καλλιτεχνική και οργανωτική διευθύντρια της Δημοτικής Πινακοθήκης Χανίων. Έχει πλούσιο επιμελητικό και συγγραφικό έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετοχές σε συνέδρια και προγράμματα διαλέξεων (Πανεπιστήμιο Μονάχου, Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο, Βερολίνο, ETH-Ζυρίχη, ΕΜΠ, ΑΣΚΤ, ICOM, Μουσείο Μπενάκη, DAI-Athen, Αρχείο Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία). Είχε ενεργή συμμετοχή στη μουσειολογική μελέτη της νέας Εθνικής Πινακοθήκης (2016). Μελέτησε και εξέδωσε το έργο του Τσίλλερ (Αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης, αναδρομική έκθεση 2009, δίγλωσση έκδοση του χειρογράφου των «Αναμνήσεων») και του Θ. Χάνσεν (μονογραφική έκθεση, δίγλωσσος κατάλογος, 2014). Είναι μέλος της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «Εθνικές Ταυτότητες - Διεθνείς Πρωτοπορίες» (υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), της Association International des Critiques d'Art – AICA-ΕΛΛΑΣ και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης.