Λεοντσίνη Μαρία
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
13/03/2013
Διάρκεια
18:21
Εκδήλωση
Κήπος και Παράδεισος. Μεταφορά και Πραγματικότητα
Χώρος
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Διοργάνωση
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Σύλλογος Φίλων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου
Κατηγορία
Αρχαιολογία
Ετικέτες
κήπος, Βυζάντιο, αγροτική παραγωγή, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κηπουρική γεωργία, καλλιέργεια, περιβόλι
Τα οπωροκηπευτικά μαζί με τα δημητριακά και τα όσπρια, αποτελούσαν απαραίτητα στοιχεία της καθημερινής διατροφής των Βυζαντινών. Κήποι με καλλιέργειες λαχανικών και οπωροφόρων δένδρων υπήρχαν στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, αλλά και εντός των τειχών τους και φυσικά στην ύπαιθρο εντός των αγροτικών οικισμών (ενθύρια περιβόλια) ή σε πιο απομακρυσμένες θέσεις (εξώθυρα ή εξωχώρια). Κήποι υπήρχαν στα ιδιωτικά αγροκτήματα (αγρίδια) και στις σημαντικές γαιοκτησίες (προάστεια). Οι κήποι κάποιες φορές περιλάμβαναν αμπέλια (αμπελοκηποπεριβόλιον, κηπάμπελον, αμπελοπεριβόλιον), μαζί με καρποφόρα δένδρα (κηποπεριβόλια), που συχνά συνδυάζονταν με τη φύτευση λαχανικών. Η τροφοδοσία των μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας ήταν εξαρτημένη από την αγροτική παραγωγή της ενδοχώρας τους και την χωρίς κωλύματα διάθεση των προϊόντων της. Σε καταλόγους δημοτικών δασμών, αναγράφονται τιμές κηπευτικών, πράγμα που μαρτυρεί τη σημασία τους στις αγορές των αστικών κέντρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η "κηπουρική γεωργία" υπήρξε από τις πιο βασικές πλευρές της αγροτικής ζωής των Βυζαντινών και αναπτύχθηκε μαζί με άλλες μορφές αγροτικής παραγωγής με την εκχέρσωση την αξιοποίηση ακαλλιέργητων εδαφών. Η περίφραξη των κήπων μαρτυρείται σε νομικές πηγές και οι ποικίλοι όροι που αναφέρονται σε αυτήν προβάλλουν την ανάγκη για την προστασία των καλλιεργειών από τη συστηματική κτηνοτροφία και τις καταστροφές που μπορούσαν να επιφέρουν στις καλλιέργειες τα άγρια ζώα. Κείμενα, τα οποία προέρχονται από την αρχαιότητα, όπως τα Γεωπονικά και το Περί γεωργικών του Μιχαήλ Ψελλού, καθώς και αναφορές σχετικά με τη δημιουργία κήπων ή την καλλιέργεια ορισμένων δένδρων αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σχέση των μορφωμένων αριστοκρατών με τη γεωργία, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έπαυαν να προβάλλουν την ενασχόληση με την κηπουρική ως αναγκάιο μέσο μίας ενάρετης ζωής.
Η Μαρία Λεοντσίνη είναι κύρια ερευνήτρια (Β΄ βαθμίδας) στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Είναι πτυχιούχος του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1986), κατέχει Μεταπτυχιακό Τίτλο D.E.A. (Πανεπιστήμιο Paris–I, 1988) και διδακτορικό δίπλωμα (Tμήμα Iστορίας του Πανεπιστημίου Aθηνών, 2001). Τα κύρια ενδιαφέροντά της εστιάζονται στην Ιστορική Γεωγραφία (αστικός και αγροτικός χώρος στο Βυζάντιο, νησιωτισμός, διαίρεση και σύνορα Ανατολής–Δύσης) και τη μελέτη πτυχών της ιστορίας του περιβάλλοντος. Ασχολείται επίσης με τον κοινωνικό και καθημερινό βίο στο Βυζάντιο. Έχει συνεργαστεί με διεθνή επιστημονικά προγράμματα, όπως το MenSALe (Mense Storiche ed Artistiche Lucane). Storie e rappresentazioni della cultura dell’ alimentazione regionale, Istituto per i Beni Archeologici e Monumentali, Italia (2012–2014) και το Πρόγραμμα: Seasides of Byzantium. Harbours and anchorages of a Mediterranean Empire, Römisch–Germanisches Zentralmuseum, Mainz (2015–2016). Επέβλεψε επίσης για το ΙΙΕ/ΕΙΕ το Πρόγραμμα Byzantine Art and Archaeology. Thematic Channel on Europeana (Σεπτέμβριος 2017–Μάρτιος 2019). Έχει διευθύνει τα έργα: Δίκτυα επικοινωνίας στα Ιόνια Νησιά (6ος–13ος αι.), της Δράσης ΚΡΗΠΙΣ και: Ήμερη και άγρια πανίδα στον ελλαδικό χώρο (4ος–13ος αι.): γραπτές μαρτυρίες και αρχαιολογικά τεκμήρια (Αναπτυξιακές Προτάσεις Ερευνητικών Φορέων – Αναβαθμίς, 2017–2020). Τα επιστημονικά της δημοσιεύματα περιλαμβάνουν ένα βιβλίο, κεφάλαια σε επιστημονικούς τόμους, και περί τα 30 άρθρα σε τόμους συνεδρίων και επιστημονικά περιοδικά.