Πολυζώη Βασιλική
Γκουβέντας Κυριάκος
Κασούρας Βασίλης
Πασχαλίδης Βαγγέλης
Νιάρχος Γιάννης
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
12/09/2022
Διάρκεια
01:46:40
Εκδήλωση
Μουσικές Ταυτότητες: «Μουσική και προσφυγική ταυτότητα»
Χώρος
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης» - Κέντρο Εθνομουσικολογίας
Διοργάνωση
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης» - Κέντρο Εθνομουσικολογίας
Κατηγορία
Τέχνες / Πολιτισμός
Ετικέτες
μουσική ταυτότητα, προσφυγική ταυτότητα, πρόσφυγες, 1922, μουσική, σμυρνέικο σαντουροβιόλι, σμυρνέικη ορχήστρα, λαϊκή μουσική, ρεμπέτικο τραγούδι, δισκογραφικές εταιρείες, παραδοσιακά Μικρασιάτικα, προφορική παράδοση, Σμύρνη, γραμμόφωνο, μπουζούκι
Για το 2022, ο τριετής κύκλος δράσεών του «Μουσικές ταυτότητες» διαπραγματεύεται τη θέση και τη σημασία της μουσικής στη διαδικασία διαμόρφωσης της συλλογικής ταυτότητας των προσφύγων γενικά, και των προσφύγων του 1922 ειδικότερα. Των ανθρώπων, που με βίαιο τρόπο εκπατρίστηκαν μαζικά και ήρθαν σε ένα νέο, όχι πάντα φιλικό περιβάλλον, για να συνεχίσουν με όρους που τους επιβλήθηκαν έξωθεν τη ζωή τους. Εγκαταλείποντας ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικό, περισσότερο ανεκτικό στο «άλλο» και εν πολλοίς κοσμοπολίτικο, έφτασαν στην «αντίπερα όχθη» για να ενταχθούν βίαια σε μια κοινωνία ανέτοιμη, ούτως ή άλλως, να τους δεχτεί.
Εκατό χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας ήταν ακόμη ανοιχτό. Η άφιξη 1,2 εκατομμυρίου προσφύγων περίπου, όπως ήταν επόμενο, έδωσε στο ζήτημα επείγοντα και δραματικό χαρακτήρα. Στους καινούργιους τόπους εγκατάστασης, οι πρόσφυγες, ξένοι και περιθωριοποιημένοι, κλήθηκαν να επαναπροσδιορίσουν και οι ίδιοι την ατομική και συλλογική τους ταυτότητα, ενώ παράλληλα όφειλαν να επιδείξουν την αναγκαία προσαρμοστικότητα, προκειμένου να επιβιώσουν. Με την ελπίδα της επιστροφής να είναι πάντα παρούσα.
Η σπονδυλωτή αυτή παράσταση των έξι μουσικών εκδηλώσεων επιδιώκει να φωτίσει τον τρόπο που αυτοί οι άνθρωποι «χρησιμοποίησαν» τη μουσική – όχι μόνο ως παράδοση, αλλά και ως σύγχρονής τους καλλιτεχνική δημιουργία – προκειμένου να δημιουργήσουν ένα διακριτό και σταθερό σημείο αναφοράς και να την καταστήσουν συσσωρευτή συλλογικής μνήμης και βασικό στοιχείο της νέας, προσφυγικής τους ταυτότητας. Τον τρόπο που η μουσική έγινε κρίκος μιας αλυσίδας, δεμένη σφιχτά με την έννοια της καταγωγής, της ιστορίας, της συνοχής, της μνήμης και της αυτογνωσίας. Τον τρόπο που η μουσική έγινε μέσο επιβίωσης όχι μόνο οικονομικής, αλλά, κυρίως, κοινωνικής και βαθύτατα υπαρξιακής.
Επτά μουσικά σχήματα – δύο από αυτά σε κοινή παράσταση - προσκλήθηκαν από το Μουσείο για να δημιουργήσουν μια μουσική αφήγηση που συνδέει τη Μουσική και προσφυγική ταυτότητα. Το κάθε ένα από αυτά επεξεργάστηκε, οργάνωσε και προλόγισε ένα μουσικό πρόγραμμα που τραβά νήματα μουσικής μνήμης από τη πλούσια μικρασιατική παράδοση, όπως αυτή εκφραζόταν πριν την καταστροφή και τον ξεριζωμό μέχρι την προσαρμογή και την ενσωμάτωσή της στη νέα πατρίδα.
Το Σμυρνέικο σαντουροβιόλι
«…Το σμυρνέικο σαντουροβιόλι, χαρακτηρίζει όλη τη μουσική ακμή της μουσικής παράδοσης της Σμύρνης, μιας και κυριαρχούσε για πολλά χρόνια και ήταν το μουσικό δίδυμο που εκφράζει το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της μουσικής της. Σαντούρι και βιολί, μαζί με κιθαρίστα, τραγουδιστή και ούτι, ήταν η πλήρης ανάπτυξη της σμυρνέικης ορχήστρας. Η συμβολή των προσφύγων στην ανάπτυξη της λαϊκής μουσικής στη χώρα μας, συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Θεόδωρο Χατζηπανταζή στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου του «Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί» που κυκλοφόρησε το 1986. Γράφει: “Η καταστροφή του 1922 έμελλε να αλλάξει κατά πολλούς τρόπους την πορεία της Ελληνικής Ιστορίας. Ανάμεσα στα άλλα, έμελλε να φέρει από τα μικρασιατικά ακρογιάλια τους χανεντέδες της Σμύρνης, για να διασταυρώσουν την τέχνη τους με τον ταμπουρά του Μίμαρου και να κάνουν δυνατό να ξεπεταχτεί, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ένα νέο, θαλερό βλαστάρι της ανατολίτικης παράδοσης του ελληνικού λαού, το ρεμπέτικο τραγούδι”.
Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα, συνέπεσε με την εμφάνιση και τη διάδοση του φωνόγραφου στα Βαλκάνια. Έτσι, όσοι πρόσφυγες ήταν μουσικοί, δεν δυσκολεύτηκαν να απασχοληθούν από τις δισκογραφικές εταιρείες ως εκτελεστές ή συνθέτες, αλλά και ως καλλιτεχνικοί διευθυντές τους. Η πείρα και οι γνώσεις που είχαν, ήταν πολλές φορές ανώτερες από αυτές των ντόπιων μουσικών και έτσι έγιναν περιζήτητοι…. Το πρόγραμμα αντλεί υλικό από το ρεπερτόριο ανωνύμων συνθετών, τα λεγόμενα παραδοσιακά Μικρασιάτικα, που διασώθηκαν μέσα από την προφορική παράδοση, αλλά και από τις συνθέσεις μουσικών με καταγωγή από τη Σμύρνη και αφορούν την επώνυμη μουσική δημιουργία της Μικρασιάτικης Μουσικής, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις ηχογραφήσεις του γραμμοφώνου στην Αθήνα, μεταξύ 1924 και 1936, όπου και αρχίζει η άνοδος της δημοτικότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού και η κυριαρχία του μπουζουκιού, περιορίζοντας έτσι το Σαντουροβιόλι στην εμπορική δισκογραφία».
Συμμετέχει το μουσικό σχήμα Μανεριτζήδες: Κυριάκος Γκουβέντας (βιολί), Βασίλης Κασούρας (ούτι, τραγούδι), Βαγγέλης Πασχαλίδης (σαντούρι)
και ο Γιάννης Νιάρχος (κιθάρα, φωνή)
Ανώνυμων συνθετών
I. Αντάντε Σμυρνέικο και Αλέγκρο 2 Μια Σμυρνιά
3. Μπουρνοβαλιός μανές
4. Από ξένο τόπο
5. Η Έλλη
6. Περβολαριά
7. Μπάλλος μανές
Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη)
δ. Καρδιοκλέφτρα
9. Μπελαλής
10. Μανώλης
II. Ελενάκι
Βαγγέλη Παπάζογλου
12. Λεμονάδικα
13. Αγιοθοδωρίτισσα
14. Ζουρλοπαινεμένης γέννα
15. Βάλε με στην αγκαλιά σου
Παναγιώτη Τούντα
16. Το κουκλί της Κοκκινιάς
17. Κουκλάκι
18. Αρμενίτσα
19. Πριγκιπέσσα
20. Μπινταγιάλλα
21. Αμάν Κατερίνα μου
Σταύρου Παντελίδη
22. Σμύρνη με τα περίχωρα
23. Το σαλβάρι του Κιόρογλου
24. Ανάμνηση Σμύρνης, Τιμόθεου Ξανθόπουλου
26. Σμυρνέικο μινόρε
27. Κρασοπίνω, Παναγιώτη Τούντα
28. Δεν σε θέλω πια, ανωνύμου
Η Βασιλική Πολυζώη σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Μουσειολογία. Από το 1992 και για πολλά χρόνια εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης του Υπουργείου Πολιτισμού, δουλεύοντας για κάθε σχεδόν τομέα της δραστηριότητάς του. Σχεδίασε και υλοποίησε εκπαιδευτικά προγράμματα για διαφορετικά είδη κοινού, διαχειρίστηκε μουσειακές συλλογές, χορηγικά προγράμματα, δημιούργησε και επιμελήθηκε εκδόσεις έντυπες και ψηφιακές. Συμμετείχε σε εκθέσεις άλλων Μουσείων (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο) επιλέγοντας τα μουσειακά αντικείμενα και συγγράφοντας τα σχετικά λήμματα για τους επιστημονικούς καταλόγους των εκθέσεων. Ως επιμελήτρια του Μουσείου συνεργάστηκε για τη δημιουργία της μόνιμης έκθεσης «Άνθρωποι και Εργαλεία. Όψεις της εργασίας στην προβιομηχανική κοινωνία» και τη δημιουργία του συνοδευτικού υλικού της, όπως η μουσική ψηφιακή έκδοση «Είναι όμορφη η δουλειά μας. Επαγγέλματα στα παλιά τραγούδια» σε συνεργασία με τον μουσικολόγο Γιώργο Παπαδάκη. Από το 2019 προΐσταται στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης-Κέντρο Εθνομουσικολογίας. Έχει ασχοληθεί για πολλά χρόνια με τον παραδοσιακό χορό, μαθητεύοντας στο Λύκειο των Ελληνίδων, και με τα παραδοσιακά κρουστά με δάσκαλο τον δεξιοτέχνη μουσικό Μιχάλη Κλαπάκη (1994 έως σήμερα).
Γεννήθηκε το 1966 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε θεωρία της μουσικής και βιολί στο Ωδείο Βορείου Ελλάδος και συνεργάστηκε με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και με διάφορα σχήματα μουσικής δωματίου. Έχει συνεργαστεί με μουσικούς και ορχήστρες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε συναυλίες και παραστάσεις δημοτικής μουσικής, ρεμπέτικων τραγουδιών, κλασικής μουσικής, έντεχνων. Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα από δισκογραφικές παραγωγές. Διδάσκει βιολί σε ανώτερα και ανώτατα μουσικά ιδρύματα.
Ο Βασίλης Κασούρας μελετάει τη γραπτή και προφορική μουσική παράδοση της Βόρειο-Ανατολικής Μεσογείου με όργανα αναφοράς το Ούτι, το Λαούτο και τον Ταμπουρά, αποκομίζοντας γνώσεις από σημαντικούς δάσκαλους της περιοχής. Διδάσκει μουσική, συγγράφει μουσικά βιβλία, συνθέτει μουσική, διευθύνει παραδοσιακές ορχήστρες, διευθύνει χορωδίες, επιμελείται και ενορχηστρώνει δισκογραφικές μουσικές παραγωγές. Είναι διπλωματούχος στη Βυζαντινή μουσική. Ακόμα εμφανίζεται σαν ερμηνευτής μα και σαν σολίστ των οργάνων Ούτι, Λαούτο και Ταμπουρά σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.