Ράγκος Σπυρίδων Ι.
Γλώσσα
Αγγλική
Ημερομηνία
10/06/2011
Διάρκεια
37:18
Εκδήλωση
Η απεικόνιση του θείου με όχημα τον μύθο ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρώμη
Χώρος
Νέο Αμφιθέατρο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Διοργάνωση
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας - Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κατηγορία
Κλασικές σπουδές
Ετικέτες
αρχαία ελληνική ποίησις, ονόματα θεών, πάπυρος του Δερβενίου, Ιάμβλιχος, Πρόκλος
Σε κάθε προνεωτερικό πολιτισμό οι λέξεις διαθέτουν μια ιδιαίτερη, μαγική σχεδόν δύναμη. Εξαιτίας της ικανότητάς τους να αναδύουν στο νου των συνομιλητών ―και να καθιστούν έτσι παρόντα όντα που πραγματικά απουσιάζουν -, ιδίως τα κύρια ονόματα εκδηλώνουν αυτήν την δύναμη σε μέγιστο βαθμό. Το καθένα τους λειτουργεί ως μια άρση από την αφάνεια. Με την επίκληση ενός θείου ονόματος, αίφνης, ο αντίστοιχος θεός εμφανίζεται.
Ως οι πλέον ευαίσθητοι στις ψυχικές απηχήσεις των λέξεων και ταυτόχρονα ειδικοί γνώστες των θεϊκών μύθων οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές χρησιμοποιούσαν συχνά ετυμολογήσεις για να δηλώσουν την παρουσία της θεότητας μέσα στο όνομα της. Η τάση αυτή βασιζόταν στην αυθόρμητη πεποίθηση ότι τα συστατικά των λέξεων αντιστοιχούν σε συστατικά των ίδιων των πραγμάτων. Έχουμε αρκετά σχετικά παραδείγματα από τον Όμηρο, τον Ησίοδο (8ος αι. π.Χ.) και τους μεταγενέστερους ποιητές. Ακόμη και ο Ηρόδοτος, κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ., πίστευε ότι η πλήρης παρουσία των θεών δεν βρισκόταν στις τελετουργίες που γίνονταν προς τιμήν τους αλλά στα ίδια τους τα ονόματα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι τα ονόματα των θεών είχαν θεωρηθεί ως συνεπτυγμένοι μύθοι για τη ζωή, τη δράση και τα πεδία εξουσίας των αντίστοιχων κρειττόνων όντων ― και μάλιστα μύθοι που μπορούσαν, με κατάλληλη γνώση, να αποκρυπτογραφηθούν.
Το εστιασμένο ενδιαφέρον για τη γλώσσα ως ανθρώπινο φαινόμενο εμφανίστηκε με το κίνημα των σοφιστών κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Οι σοφιστές υποστήριξαν ότι η σχέση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο κάθε λέξης είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης σύμβασης και όχι φυσικής αντιστοιχίας. Παράλληλα όμως με αυτή την πολύ πρωτότυπη για την εποχή αντίληψη ―η οποία εξάλλου κέρδισε μακροϊστορικά την μάχη ώστε να αποτελεί μέχρι σήμερα τον βασικό στυλοβάτη της νεότερης γλωσσολογικής έρευνας― μια άλλη, λιγότερο γνωστή, θεωρία υποστήριζε το αντίθετο, ότι δηλαδή η σχέση των λέξεων με τα πράγματα είναι φυσική και όχι συμβατική και τεχνητή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεωρία αυτή προσέγγιζε τη γλώσσα μέσα από την εμπειρία του φυσικού ομιλητή και βασιζόταν σε ένα πανάρχαιο βίωμα. Το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα της βρίσκεται στον Πάπυρο του Δερβενίου (π. 400 π.Χ.). Εκεί ο άγνωστος σε εμάς συγγραφέας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποδείξει ότι τα παραδοσιακά ονόματα των θεών αποτελούν διακριτές όψεις και λειτουργίες του ενός και μοναδικού Διός που είναι κατά την γνώμη του ταυτόχρονα Αέρας και Νους και διαπνέει τα πάντα. Στην προσπάθειά του αυτή χρησιμοποιεί τόσο επιχειρήματα αντλημένα από την κοινή χρήση της γλώσσας όσο και ευφάνταστες ετυμολογήσεις. Η πεποίθηση ότι τα ονόματα των θεών είναι δηλωτικά της εκάστοτε φύσεώς τους και ότι η ανάλυση των θείων ονομάτων μπορεί να οδηγήσει στην πληρέστερη γνώση των αντίστοιχων όντων αναπτύχθηκε με ιδιαίτερη οξυδέρκεια, όσον αφορά τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματά της, στον "Κρατύλο" του Πλάτωνα, έναν διάλογο που παρουσιάζει ενδιαφέρουσες εκλεκτικές συγγένειες με το κείμενο του παπύρου του Δερβενίου. Με αφορμή αυτόν τον διάλογο και την ερμηνεία του η πίστη στην φυσική προέλευση των λέξεων διατηρήθηκε ακμαία μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, ιδίως σε κύκλους πλατωνικών.
Η παρούσα ανακοίνωση παρακολουθεί αυτήν την μακρά πορεία από τον πέμπτο προχριστιανικό μέχρι τον πέμπτο μεταχριστιανικό αιώνα. Τα τρία ονόματα του τίτλου αποτελούν κάποιους βασικούς σταθμούς στην πορεία αυτή. Ο συγγραφέας του Δερβενίου, ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος ήταν άνδρες με ιδιαίτερη φιλοσοφική κατάρτιση που ασχολήθηκαν επισταμένα με το πρόβλημα της σχέσης των θείων ονομάτων με τις ουσίες των αντίστοιχων θεών. Μέσα από τη σύγκριση των απόψεών τους γίνεται εμφανής μια τάση του ελληνικού πολιτισμού που θα μπορούσε να χαρακτηριστιστεί “αντιδιαφωτιστική”. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για εκείνη την στάση που εξακολουθούσε να βιώνει την συγκλονιστική δύναμη των λέξεων να ανακαλεί ζωντανές παρουσίες και αρνιόταν να απομυθοποιήσει το θαύμα της ομιλούμενης γλώσσας και κατά συνέπεια το θαύμα του ομιλούντος κόσμου ― ενός κόσμου που, όπως φαίνεται, διαπνεόταν ακόμα από αναπάντεχες θείες δυνάμεις, ενέργειες και εξαίφνης επιφάνειες.
Ο Σ. Ι. Ράγκος (γ. 1967) σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1985-1989), παρακολούθησε σεμινάρια θρησκειολογίας στην École Pratique des Hautes Études στο Παρίσι (1992-1993) και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (1990-1995) με θέμα: “Λατρείες της Άρτεμης στην αρχαία Ελλάδα” (υπό την εποπτεία του καθ. Paul Cartledge). Στην συνέχεια, υπήρξε υπότροφος μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton (1995-1996) όπου ασχολήθηκε με τον νεοπλατωνισμό. Μετά από την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων (1996-1998), δίδαξε ως συμβασιούχος στα Πανεπιστήμια Κρήτης, ΕΑΠ και Πατρών (1998-2001). Το 2001 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου υπηρετεί σήμερα ως Καθηγητής. Το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2008-2009 υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Banaras Hindu University (Βαρανάσι, Ινδία) όπου έδωσε διαλέξεις για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλοσοφίας.
Με πλήθος δημοσιευμάτων σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους στο ενεργητικό του, ο Σ. Ι. Ράγκος έχει δώσει πολλές δημόσιες διαλέξεις για θέματα της ειδικότητάς του, έχει συνδράμει στη συγγραφή των διδακτικών εγχειριδίων του ΕΑΠ, έχει συνεργαστεί σε τηλεοπτικές εκπομπές (History Channel, ΣΚΑΪ) και έχει συμμετάσχει ως ακαδημαϊκός υπεύθυνος και κριτής σε διασχολικούς αγώνες επιχειρηματολογίας. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του εστιάζονται στα πεδία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, καθώς και στις διασχέσεις μεταξύ τους. Σε συνεργασία με τον Δημήτρη Κυρτάτα, συνέγραψε το βιβλίο Η Ελληνική Αρχαιότητα: πόλεμος, πολιτική, πολιτισμός, (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών 2010).
Ενδεικτικά αναφέρονται οι μελέτες:
• “Aim, Scope and Method of Aristotle’s Metaphysics”, Anusilana XXII.1 (2010), 1-12.
• “«Κύκλου δ’ ἐξέπταν βαθυπενθέος ἀργαλέοιο»: Περί της Εμπεδοκλέους τελευτής”, Υπόμνημα στη Φιλοσοφία (Αφιέρωμα: Θάνατοι Φιλοσόφων στην Αρχαιότητα, επιμ. Γ. Ζωγραφίδης, Π. Κοτζιά και Χ. Μπάλλα) 9 (2010), 53-84.
• “Μεταμορφώσεις της ελληνικής ψυχῆς από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα”, Αρχαιολογία και τέχνες 118 (Χριστούγεννα 2010), 14-19.
• “Falsity and the False in Aristotle’s Metaphysics Δ”, Rhizai VI.1 (2009), 7-21.
• “The Story of a Simile: Hidden Evidence for Dionysus in Homer and Beyond”, E. Karamalengou & E. Makrygianni (επιμ.), Ἀντιφίλησις: Studies on Classical, Byzantine and Modern Greek Literature and Culture in Honour of John-Theophanes A. Papademetriou, Stuttgart: Franz Steiner 2009, 67-82.
• “Latent Meaning and Manifest Content in the Derveni Papyrus”, Rhizai IV.1 (2007), 35-75.
• “H εκστατική στιγμή του ἐξαίφνης”, Φιλοσοφία 36 (2006), 93-114.
• “Hσίοδος και φιλοσοφία: η μυθοποιητική καταγωγή της ἀληθείας τοῦ λόγου στην αρχαϊκή Eλλάδα”, Ν. Μπεζαντάκος και Χ. Τσαγγάλης (επιμ.), Mουσάων ἀρχώμεθα: O Ησίοδος και η αρχαϊκή επική ποίηση, Aθήνα: Πατάκης 2006, 395-540.
• “Images of Socrates in Neoplatonism”, V. Karasmanis (ed.), Socrates: 2400 Years since his Death (399 B.C.-2001 A.D.), Athens: European Cultural Centre of Delphi 2004, 463-480.
• “Alcman’s Cosmogony Revisited”, Classica & Mediaevalia 54 (2003), 81-112.
• “Proclus and Artemis: On the Relevance of Neoplatonism to the Modern Study of Ancient Religion”, Kernos 13 (2000), 47-84.
• H συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο 2000.
• “Proclus on Poetic Mimesis, Symbolism and Truth”, Oxford Studies in Ancient Philosophy 17 (1999), 249-277.
• “Between Physis and Nous: Logos as Principle of Mediation in Plotinus”, Journal of Neoplatonic Studies 7.2 (1999), 1-42.