Φωκίδη Μαρίνα
Κοσκινά Κατερίνα
Λαγογιάννη - Γεωργακαράκου Μαρία
Wright James
Χανδακά Σοφία
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
04/12/2014
Διάρκεια
83:53
Εκδήλωση
Το Μέλλον είναι Εδώ: Εξελίσσοντας τη Στρατηγική, τον Προγραμματισμό και την Επικοινωνία Μουσείων και πολιτιστικών οργανισμών
Χώρος
Μουσείο Μπενάκη (Κτήριο Οδού Πειραιώς)
Διοργάνωση
Μουσείο Μπενάκη
US Embassy Greece
British Council
Κατηγορία
Μουσειολογία, Επικοινωνία
Ετικέτες
μουσείο, πολιτιστικός οργανισμός, στρατηγική, προγραμματισμός, επικοινωνία
Σε μια εποχή που η πολιτισμική πληροφορία, οι εικόνες και το περιεχόμενο διατίθενται εύκολα, ξεπερνώντας τα γεωγραφικά σύνορα και τις φυσικές δομές, ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνονται οι πηγές εσόδων, πολλά μουσεία επανεξετάζουν την ταυτότητά και την αποστολή τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές στο περιβάλλον τους. Τοπικά μουσεία γίνονται διεθνή μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών, ιστορικά μουσεία παρουσιάζουν σύγχρονα εκθέματα τέχνης ή φιλοξενούν τέχνες του θεάματος, παραδοσιακά μουσεία διευρύνουν την παρουσία τους σε δημόσιους χώρους. Αυτές και πολλές άλλες αλλαγές οδηγούν τα μουσεία στην μεταβολή της εσωτερικής τους δομής με την προσθήκη νέων διεπιστημονικών θέσεων και ειδικοτήτων στο προσωπικό τους. Επιπλέον, οδηγούν τα μουσεία σε επανασχεδιασμό της εταιρικής τους ταυτότητας και επανεξέταση της σχέσης τους με το κοινό, το μη-κοινό ή το προσδοκώμενο κοινό τους, και πάντα με απώτερο στόχο να παραμείνουν επίκαιρα, προσιτά και ουσιώδη.
Η φετινή Ημερίδα για τα μουσεία που συνδιοργανώνεται για τέταρτη συνεχή χρονιά από το Μουσείο Μπενάκη, την Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα και το Βρετανικό Συμβούλιο, θα εξετάσει τις εσωτερικές και εξωτερικές αλλαγές που επηρεάζουν τα μουσεία και τους πολιτισμικούς φορείς. Διευθυντές μουσείων, επιμελητές και καλλιτέχνες από την Ελλάδα, την Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, θα συναντηθούν για να συζητήσουν το μέλλον του μουσείου και το μουσείο του μέλλοντος.
Η Κατερίνα Κοσκινά είναι διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης-μουσειολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Έχει εργαστεί στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών (1988-1992), στο Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου (1992-2014) ως επιμελήτρια και καλλιτεχνική διευθύντρια του ιδρύματος και στην Alpha Bank ως καλλιτεχνική σύμβουλος της Διοίκησης και επιμελήτρια της συλλογής έργων τέχνης της (1992-2014). Από το 2008 έως τον Ιανουάριο του 2015 υπήρξε πρόεδρος ΔΣ του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και από το 2011 έως το 2015 διετέλεσε διευθύντρια της 3ης, 4ης και 5ης Biennale Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Δεκέμβριο του 2018 ήταν διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Έχει διατελέσει μέλος της Επιτροπής Αισθητικής Πλαισίωσης της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. (1998-2011), καλλιτεχνική σύμβουλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων–Αθήνα 2004 Α.Ε. (2000-2004) και εθνική επίτροπος της 23ης Biennale του Σάο Πάολο (1996), της 51ης Biennale της Βενετίας (2005) και της 57ης (2017). Έχει επιμεληθεί πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Για το έργο της της έχει απονεμηθεί το παράσημο του Cavaliere dell’Ordine della Stella d’Italia και του Chevalier dans l’Ordre national de la Légion d’Honneur αντίστοιχα από την Ιταλική και τη Γαλλική Δημοκρατία.
Η Δρ Μαρία Λαγογιάννη - Γεωργακαράκου είναι Διευθύντρια Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού. Αποφοίτησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εργάστηκε σε Αρχαιολογικά Ινστιτούτα της Γερμανίας και στη συνέχεια υπηρέτησε στο Υπουργείο Πολιτισμού σε διάφορες θέσεις.
Από το 2006 έως το 2010 ήταν Διευθύντρια του Επιγραφικού Μουσείου της Αθήνας. Σχεδίασε και οργάνωσε θεματικές και περιοδικές εκθέσεις, μία εκ των οποίων, Η αθηναϊκή δημοκρατία, ταξίδεψε με επιτυχία στις Βρυξέλλες, τη Μελβούρνη και τη Σαγκάη. Είναι μέλος ελληνικών και διεθνών επιστημονικών σωματείων, εκλεγμένο μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτο και της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών. Σήμερα είναι Διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Έχει συγγράψει ή συμμετάσχει στη συγγραφή δημοσιεύσεων για θέματα γλυπτικής, επιγραφικής και νομισματικής σε διεθνή περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων και έχει επιμεληθεί καταλόγους εκθέσεων. Ξεχωρίζουν οι δύο μονογραφίες της στη διεθνή σειρά Corpus Signorum Imperii Romani.
Ο James C. Wright είναι διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και καθηγητής στο Τμήμα Κλασικής Αρχαιολογίας και Αρχαιολογίας της Εγγύος Ανατολής του Bryn Mawr College στην Pennsylvania των Ηνωμένων Πολιτειών. Η καριέρα του στην αρχαιολογία ξεκίνησε στις ανασκαφές στο Wharram Percy στο Yorkshire της Αγγλίας και συνεχίστηκε στον ετρουσκικο οικισμό του Poggio Civitate κοντά στη Σιένα της Τοσκάνης. Το 1972 ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σαν φοιτητής, μέλος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, και συμμετείχε στις ανασκαφές στην Αρχαία Κόρινθο, στο Ναό του Διός στη Νεμέα και στον αρχαιολογικο χώρο του Κομμού στην Κρήτη. Το 1981 ξεκίνησε μαζί με τη σύζυγό του Δρ. Mary Dabney, επίσης αρχαιολόγο, αρχαιολογική έρευνα στον προϊστορικο οικισμό στο λόφο Τσούγκιζα στην κοιλάδα της Νεμέας. Το πρόγραμμα αυτό αποτέλεσε τμήμα του Nemea Valley Archaeological Project, μιας ευρύτερης επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή. Από το 2002 έως και το 2008 ήταν επικεφαλής της ομάδας που πραγματοποιήσε ανασκαφές σε μυκηναϊκά νεκροταφεία θαλαμωτών τάφων στην κοιλάδα της Νεμέας.
Η έρευνα του J. C. Wright επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη σύνθετων κοινωνιών στον Αιγαιακό χώρο. Το ενδιαφέρον του για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία τον οδήγησε να μελετήσει τις κοινωνικές πτυχές του σχηματισμού και της διατήρησης μιας κοινότητας. Η μελέτη αυτή περιλαμβάνει θέματα όπως η επίδειξη κύρους, τα ταφικά έθιμα και οι γιορτές. Ο J. C. Wright ενδιαφέρεται επίσης ιδιαίτερα για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, κυρίως σε σχέση με την ανάπτυξη των αρχαίων κοινοτήτων και των ιερών τους, καθώς και με τον περιφερειακό χαρακτήρα της αρχαίας Ελλάδας και τη διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού.
Ο J. C. Wright ήταν επικεφαλής του Τμήματος Κλασικής Αρχαιολογίας και Αρχαιολογίας της Εγγύος Ανατολής του Bryn Mawr College. Από το 1995 έως το 2000 ήταν κοσμήτορας της Μεταπτυχιακής Σχολής των Τεχνών και Επιστημών (Graduate School of Arts and Sciences) του ίδιου Κολλεγίου. Το 2012 διορίστηκε διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών με πενταετή θητεία.
Ο καθηγητής J. C. Wright έχει λάβει πολλές επιχορηγήσεις για την έρευνά του από το National Endowment for the Humanities, το National Geographic Society και το Institute for Aegean Prehistory. Επίσης, έχει λάβει υποτροφίες από το American Council of Learned Societies, το National Endowment for the Humanities, το Fulbright Foundation και το Alexander von Humboldt Foundation.
Είναι παντρεμένος με τη Δρ. Mary K. Dabney, επίσης αρχαιολόγο, και έχουν δύο γιους, τον Nicolaus και τον Peter.
Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η Σοφία Χανδακά είναι Κοινωνική Ανθρωπολόγος, ειδικευμένη στη μελέτη του υλικού πολιτισμού και των μουσείων, με μεγάλη εμπειρία στην πολιτιστική διαχείριση. Από το 1998 εργάζεται στο Μουσείο Μπενάκη όπου έχει συντονίσει και επιμεληθεί πολλές εκθέσεις και εκδόσεις και έχει συμβάλει στον επιστημονικό διάλογο με αριθμό συγγραμμάτων και ανακοινώσεων. Ως Επιμελήτρια του τμήματος των Πολιτισμών του Κόσμου, η ΣΧ δίνει προτεραιότητα στην ευαισθητοποίηση του κοινού σε ζητήματα πολιτιστικής διαφορετικότητας και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Παράλληλα, δραστηριοποιείται στη μουσειακή κοινότητα με τη διοργάνωση και τη συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια, εργαστήρια, προγράμματα πολιτιστικής ανταλλαγής και συνεργασίες που αφορούν σε σύγχρονες μουσειακές πρακτικές, όπως είναι η ετήσια Ημερίδα για τα Μουσεία, σε συνδιοργάνωση ΜΜ, Πρεσβείας των ΗΠΑ και British Council. Το 2006-2008 δίδασκε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Είναι συντονίστρια του Δικτύου Επαγγελματιών Μουσείων του British Council και μέλος των διεθνών δικτύων The Robert Bosch Cultural Managers Network, MitOst και Tandem Network. Το 2018-2019, συνεργάστηκε με τον Δήμο Αθηναίων στο έργο ROCK, ως ειδικός σύμβουλος σε ζητήματα πολιτισμικής δημοκρατίας και πρόσβασης στον πολιτισμό. Είναι επίσης εθελόντρια - Αντιπρόεδρος της ΜΚΟ HOPEgenesis και εθελόντρια στην Ομάδα Αιγαίου.