Λιάκος Αντώνης
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
20/05/2011
Διάρκεια
17:05
Εκδήλωση
ΜΟΥΣΕΙΑ 2011: Το Μουσείο της Ακρόπολης. Ιδεολογία, Μουσειολογία, Αρχιτεκτονική
Χώρος
Μουσείο Μπενάκη (Οδός Πειραιώς)
Διοργάνωση
Τμήμα Αρχιτεκτόνων - Κοσμητεία της Πολυτεχνικής Σχολής - Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών "Μουσειολογία" – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Μουσείο Ακρόπολης
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Ίδρυμα Νικολάου και Ντόλλης Γουλανδρή
Μουσείο Μπενάκη
Εταιρεία Ελλήνων Μουσειολόγων
Ίδρυμα Fulbright - Ελλάδα
Κατηγορία
Μουσειολογία
Ετικέτες
νέο Μουσείο Ακρόπολης, ιστορικότητα, εθνική ιδεολογία
1. Ιστορία
Αν επισκεφτεί κανείς την Εθνική Πινακοθήκη θα δει πίνακες περιηγητών των αρχών του 19ου αιώνα οι οποίοι ζωγραφίζουν την Ακρόπολη με το Μεσαιωνικό πύργο, που στη συνέχεια κατεδαφίστηκε. Μάταια όμως θα ψάξει να δει κάτι αντίστοιχο στο Μουσείο της Ακρόπολης. Μάταια, επίσης, θα ψάξει να βρει ένα τεκμήριο της Προσευχής στην Ακρόπολη του Ρενάν ή κάτι από τους στοχασμούς του Φρόυντ αντικρίζοντας την Ακρόπολη. Το Μουσείο προβάλλει μια εικόνα της Ακρόπολης η οποία παγώνει στην αρχαιότητα, αλλά σε μια αρχαιότητα η οποία αποσπάται από τα ιστορικά της συμφραζόμενα για να αναδειχτεί το διαχρονικό υψηλό. Αυτή άλλωστε είναι η έννοια του κλασικού: Η απόσπαση από τις ιστορικές συνέχειες.
2. Ιδεολογία
Αυτή η απόσπαση του ιστορικού από τις συνέχειές του, στην Ελλάδα εντάχτηκε μέσα στα πλαίσια της εθνικής ιδεολογίας. Οι Έλληνες από νωρίς αντιλήφτηκαν ότι η οικειοποίηση από τους ίδιους της αρχαίας κληρονομιάς τους, ήταν το διαβατήριο για την Ευρώπη, τους εξασφάλιζε την υποστήριξη του Φιλελληνισμού και δημιουργούσε στην αποικιακή και οριενταλιστική Ευρώπη δεσμούς υποχρέωσης μαζί τους. Μάλιστα η Γενιά του 30, με της οποίας τα ιδεολογικά νάματα τρεφόμαστε ακόμα, κατόρθωσε να εσωτερικεύσει αυτές τις αξίες: το κλασσικό υπάρχει μέσα μας: Ελληνικότητα. Από αυτή την άποψη, η Ακρόπολη και το Μουσείο της εντάχτηκαν στην εθνική ιδεολογία κι ακόμα περισσότερο έγιναν από τους σημαντικότερους κόμβους αυτής της ιδεολογίας.
3. Απόλαυση
Στις τελευταίες δεκαετίες, έχει γίνει μια εξαντλητική κριτική στον τρόπο με τον οποίο η Ιστοριογραφία, η Αρχαιολογία και τα Μουσεία αναπαριστούν την Αρχαιότητα και τις σχάσεις των Νεοελλήνων μαζί της. Η κριτική αυτή έχει βασιστεί σε μια ευρύτερη πολιτισμική κριτική η οποία ανανέωσε το πεδίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Ωστόσο έμεινε περιορισμένη σε μικρής εμβέλειας διανοητικούς κύκλους. Το παράδειγμα της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της πολιτισμικής πολιτικής και του Μουσείου, και κυρίως το παράδειγμα εκείνο που καθορίζει την στροφή του κοινού προς την ιστορία και το Μουσείο δεν άλλαξε. Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι ένα παράδειγμα αυτής της μη-αλλαγής. Μάλιστα η επιτυχία του, από την άποψη της επισκεψιμότητας, των προτιμήσεων του ξένου κοινού και της δημοσιότητας που απέκτησε, φαίνεται να επιβραβεύει τους θιασώτες της μη-αλλαγής Γιατί;
Ας δούμε την υπόθεση αυτή στα ευρύτερα συμφραζόμενα της: Το κοινό δεν αναζητά την ιστορία ως γνώση, αλλά αναζητά στην ιστορία κάτι το οποίο είναι κοινό και στην τέχνη. Αναζητά την έννοια του υψηλού. Στην ιστορία η έννοια του υψηλού αφορά εκείνο που προκαλεί δέος, που σε εντυπωσιάζει, το οποίο αποσπάται από τις συνέχειες και τα ιστορικά του συμφραζόμενα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, πόλεις όπως την Αθήνα θα πρέπει να τις βλέπουμε ως κόμβους ενός δικτύου, του δικτύου των παγκοσμιοποιημένων πόλεων. Αυτός που θέλει να ταξιδέψει, σε οποιαδήποτε χώρα, κάθεται μπροστά στον υπολογιστή του και επιλέγει από ένα δίκτυο πόλεων, από υποσχέσεις εμπειριών. Δεν κάνει το μορφωτικό ταξίδι του Διαφωτισμού για να πάει στην Αθήνα μετά στη Ρώμη, όπως ο Ρενάν. Όλα αυτά είχαν νόημα γιατί υποστηρίζονταν από μια ιστορία με νόημα. Στο βαθμό όμως που η ιστορία έπαυσε να έχει νόημα, εκείνο που έμεινε είναι η απόλαυση του παρελθόντος. Ακόμα και αν η απόλαυση του παρελθόντος, όπως η έννοια του κλασικού, η απόδοση της ιδιότητας του υψηλού, είναι αποτέλεσμα ιδεολογίας – εκείνης που ανάδειξε το κλασικό και τους κλασικιστές. Και από αυτή την άποψη, αυτή την αποκομμένη από την ιστορία απόλαυση της ιστορίας, του την προσφέρει το Μουσείο της Ακρόπολης, προβάλλοντας μια ιστορία χωρίς ιστορικότητα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτή την πραγματικότητα, να την καταλάβουμε καλά για να συμβιβαστούμε μαζί της και να σκεφτούμε τη δική μας θέση ως προς αυτήν.
Ο Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα (1947) και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Φυλακίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς από το 1969 έως το 1974. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στη νεώτερη και σύγχρονη ιστορία στο ΑΠΘ, το 1984. Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ (1981-1990). Την περίοδο 1988-1989 ήταν Honorary Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Το 1990 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1994 εξελέγη τακτικός καθηγητής. Το 1995 ήταν Επισκέπτης καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, και στο Πανεπιστήμιο του Sydney στην Αυστραλία. Το 1996-1997 ήταν Visiting Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Princeton, ΗΠΑ. Το 2001, ήταν επισκέπτης καθηγητής στην Ecole Normale Superieure στο Παρίσι. Συμμετέχει στο Συμβούλιο του European Doctorate in Social History. Το 2006 ήταν επισκέπτης ερευνητής, για δεύτερη φορά, στο Princeton. Από το 2005 είναι μέλος του Board της International Commission for History and Τheory of Historiography και από το 2010 έως το 2015 διετέλεσε πρόεδρος. Διευθύνει το αγγλόφωνο ιστορικό ηλεκτρονικό περιοδικό Historein που εκδίδεται από το 1999.
Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο του αφορά την νεώτερη και σύγχρονη ιστορία, ειδικότερα την ιστορία της συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ελλάδα και στην Ιταλία, την κοινωνική ιστορία και την ιστορία της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει οκτώ βιβλία και πάνω από εξήντα μελέτες δημοσιευμένες σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους, της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, του ΔΣ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στους εκδοτικούς οίκους "Γνώση", "Θεμέλιο", δραστηριότητα που συνεχίζει στις εκδόσεις "Νεφέλη". Τα τωρινά του ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία και τη θεωρία της ιστοριογραφίας και τη διερεύνηση της ιστορίας ως πολιτισμικής πρακτικής. Έλαβε μέρος στο ερευνητικό πρόγραμμα του European Science Foundation "National Histories in Europe (NHIST) and the Cleiohres CLIOHRES.net" (“Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe”).
Έλαβε το κρατικό βραβείο δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, Ουτοπία και η Ιστορία (2011) και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2019). Υπήρξε πρόεδρος της επιτροπής του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία το 2015-16.