Τέτσης Παναγιώτης
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
16/10/2014
Διάρκεια
00:22:53
Εκδήλωση
Ημερίδα για τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα
Χώρος
Μουσείο Μπενάκη (Κτήριο Πινακοθήκης Ν.Χ''κυριάκου - Γκίκα)
Διοργάνωση
Μουσείο Μπενάκη
Κατηγορία
Τέχνες / Πολιτισμός
Ετικέτες
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.
Με την ευκαιρία της επετείου αυτής το Μουσείο Μπενάκη τίμησε τη μνήμη του, οργανώνοντας ημερίδα και έκθεση στην «Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα», στο κτήριο της οδού Κριεζώτου 3, στο χώρο όπου ο ζωγράφος έζησε και δημιούργησε επί 40 χρόνια ως το θάνατό του, το Σεπτέμβριο του 1994.
Το κτήριο αυτό, το οποίο ανήκε στον αείμνηστο ζωγράφο, περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη από δωρεά του καλλιτέχνη ενόσω αυτός ακόμη ζούσε.
Στην Ημερίδα, που βιντεοσκοπήθηκε στο σύνολό της από το συνεργείο του Blod, συμμετείχαν παλιοί και νέοι γνώριμοι, φίλοι και συνεργάτες, μελετητές και ιστορικοί Τέχνης -ανάμεσά τους και οι Παναγιώτης Τέτσης, Άγγελος Δεληβορριάς και Μάνος Ελευθερίου - οι οποίοι, μέσα από μελέτες ή προσωπικές αναμνήσεις, επικεντρώθηκαν στις αναζητήσεις του Γκίκα στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη σκηνογραφία, προσεγγίζοντας γνωστές και άγνωστες πτυχές της καλλιτεχνικής του δράσης.
Τον συντονισμό της Ημερίδας είχε αναλάβει ο ιστορικός τέχνης Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, ενώ μετά το τέλος της, έγιναν τα εγκαίνια της έκθεσης «Γκίκας - Fermor - Craxton. 3 τόποι, 3 δημιουργοί» που φιλοξενείται στον εκθεσιακό χώρο που έχει διαμορφωθεί στο ισόγειο της Πινακοθήκης Γκίκα και είναι αφιερωμένη σε τρεις δημιουργούς που οι ζωές τους συνδέθηκαν μέσα από κοινούς τόπους έμπνευσης με μια φιλία που διήρκεσε περισσότερα από 40 χρόνια.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΓΚΙΚΑ (Από τον ιστότοπο του Μουσείου Μπενάκη)
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας γεννιέται στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Από μικρός δείχνει ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι, μαθητής ακόμα, παίρνει μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Το 1922 πηγαίνει στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη Γαλλική Φιλολογία και την Αισθητική στη Σορβόνη, παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Académie Ranson, με δασκάλους τον Bissière και τον Δ. Γαλάνη.
Πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στο Παρίσι το 1923, στο Salon des Tuileries και στο Salon des Surindependants και στη συνέχεια συμμετέχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις.
Η πρώτη του ατομική έκθεση οργανώνεται στο Παρίσι το 1927 στην Galerie Percier, ενώ η πρώτη του έκθεση στην Αθήνα, στην Αίθουσα Στρατηγοπούλου το 1928, συστεγάζεται με τα έργα του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου.
Καταξιωμένος ήδη καλλιτέχνης το 1934, εγκαταλείπει το Παρίσι και έρχεται να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Στα 1935-1937 ο Γκίκας συνεργάζεται με τον αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη, τον ποιητή Τ. Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Δ. Καραντινό στην έκδοση του περιοδικού «Το Τρίτο Μάτι».
Το 1937 επισκευάζει το σπίτι της οικογένειας Γκίκα στην ‘Υδρα, όπου ζωγραφίζει τα πρώτα του έργα στα οποία βρίσκει οριστικά τον εαυτό του, συνδυάζοντας τα διδάγματα του κυβισμού με τη φύση, το φως και την αρχιτεκτονική της Ελλάδας.
Το 1941 εκλέγεται καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου και διδάσκει ως το 1958.
Το 1972 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1986 επίτιμο μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου. Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης (1982) και επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών (1991).
Περισσότερες από 50 εκθέσεις του καλλιτέχνη έχουν οργανωθεί κατά καιρούς στην Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Γενεύη, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη.
‘Εργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και σε πολλά μουσεία, όπως στο Musée d’art moderne του Παρισιού, στην Tate Gallery του Λονδίνου, στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης, στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας.
Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας εκτός από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη χαρακτική, ασχολήθηκε και με τη σκηνογραφία, σχεδιάζοντας σκηνικά και κοστούμια για αρκετά θεατρικά έργα, όπως οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο 1951, Comédie française 1952), το μπαλέτο «Περσεφόνη» του A. Gide με μουσική I. Stravinsky (Covent Garden 1961). Επίσης, εικονογράφησε ποικιλία βιβλίων, μεταξύ των οποίων την «Οδύσσεια» του Ν. Καζαντζάκη, το «Δάφνης και Χλόη» του Λόγγου, τα «Ποιήματα» του Κ. Καβάφη, και συνέγραψε βιβλία, μελέτες και άρθρα για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Ο καλλιτέχνης πεθαίνει στις 3 Σεπτεμβρίου του 1994.
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε το 1925 στην Ύδρα. Εκεί έζησε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια και το 1937 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Το 1940 πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Γερμανό ζωγράφο και χαράκτη Κ.Φρισλάντερ αλλά η καθοριστική στροφή στην καλλιτεχνική ζωή του έγινε όταν γνώρισε τους «πραγματικούς δασκάλους» του, Δημήτρη Πικιώνη και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Το 1943 ξεκίνησε σπουδές ζωγραφικής στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα, κοντά στους Δημήτριο Μπισκίνη και Παύλο Μαθιόπουλο. Ακολούθησε η εισαγωγή του στα εργαστήρια της Σχολής -κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη– απ’όπου αποφοίτησε το 1949. Μέλος της ομάδας Αρμός Α και αργότερα της ομάδας Αρμός Β, το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου, με καθηγητή τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, στην Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Από το 1953 έως το 1956 εγκαθίσταται στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ. Εκεί, στην Ecole des Beaux-Arts, διδάσκεται την τέχνη της χαλκογραφίας από τον E.J.Goerg. Ο Παναγιώτης Τέτσης ωριμάζει στη διάρκεια της δεκαετίας του '50, εποχή που τα αφηρημένα κινήματα έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τους νέους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Από το 1958 έως το 1976 διδάσκει στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (γνωστό αργότερα ως Σχολή Βακαλό) ενώ παράλληλα (έως το 1962) διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου. Το 1958 το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης τον εκλέγει μεταξύ Ελλήνων υποψηφίων για το διεθνές βραβείο του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ, όπου και εκτίθεται το έργο του. Ακολουθεί (1962) το Βραβείο Κριτικών για το έργο Το Ναυπηγείο, ενώ το 1970 ορίζεται εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών αρνείται τη συμμετοχή.
Ο Παναγιώτης Τέτσης δίδαξε από το 1976 μέχρι το 1991 στην ΑΣΚΤ και το 1989 εξελέγη Πρύτανης της Σχολής. Το 1993 έγινε ακαδημαϊκός. Είχε κάνει 60 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις, σε πινακοθήκες και σε ιδιωτικές αίθουσες τέχνης. Μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του Παναγιώτη Τέτση έχουν γίνει στην Κύπρο, τη Φλωρεντία (Σαλόνε Μπρουνελέσκι 2003), στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο (Θάλαττα -2006), Στην Ύδρα (Μέγαρο Κουντουριώτη, Η Ύδρα του Τέτση, 2007). Έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις: ΑΣΚΤ-Εθνική Πινακοθήκη (1987), Σύγχρονη Ελληνική Χαρακτική (The Fine Arts Society-Λονδίνο 1983), Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στην Ελλάδα- Εξπρεσιονισμός (Γκαλερί Νέες Μορφές-1982), Διεθνής Έκθεση Χαρακτικής (Τόκιο 1964), Διεθνής Έκθεση Χαρακτικής (Λουγκάνο, Ελβετία-1960), Μπιενάλε Αλεξάνδρειας (1959), Μουσείο Guggenheim (Νέα Υόρκη-1958), Μπιενάλε Σάο Πάουλο (Βραζιλία-1957). Για το έργο του Παναγιώτη Τέτση έχουν εκδοθεί 4 μονογραφίες κι ένα βιβλίο με κείμενά του για την τέχνη. Ο ίδιος μετέφρασε και προλόγισε το βιβλίο του Ιταλού ζωγράφου του 14ου αιώνα, Τσενίνο Τσενίνι, «Πραγματεία περί Ζωγραφικής», σημαντικό για τις τεχνικές της σχολής του Τζότο.